Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

ЭЄ O Mέγας Παν δεν πέθανε, ΟΧΙ ο Παν δεν πεθαίνει...




ΧΩΡΙΣ αμφιβολία, όταν μιλάμε για τον μυθικό Πάνα, ο νους μας ανατρέχει στον αρχαίο ελληνικό θεό των λόφων και των δασών, που ήταν ο προστάτης θεός των κοπαδιών, των βοσκών και των κυνηγών.
Τον περιέγραφαν ως γιο του Ερμή, ή του Δία, ή κάποιας άλλης θεότητας, και τον παρίσταναν τραγόμορφο και τραγοσκελή. Υπήρξε αρχικά αρκαδικός θεός, και το όρος Μαίναλο στην Αρκαδία (όπου, σύμφωνα με τον Παυσανία, οι κάτοικοι νόμιζαν πως άκουγαν ακόμα τον Πάνα να παίζει τον αυλό του) ήταν αφιερωμένο σ' αυτόν.
Επινόησε το μουσικό αυλό με τα επτά καλάμια, και τον ονόμασε Σύριγγα προς τιμήν της νύμφης που έφερε αυτό το όνομα και που για να αποφύγει τον έρωτα του Πάνα είχε μεταμορφωθεί σε καλαμιά. Λέγεται ότι ο Παν έκοψε απ' αυτή την καλαμιά επτά καλάμια και τα τοποθέτησε παράλληλα για να κάνει τον καινούργιο αυλό, τη σύριγγα.

Ο Παν δεν ήταν μόνο εκπληκτικός κυνηγός άγριων ζώων, αλλά και των νυμφών, που, παρά τη δυσμορφία του, κατόρθωνε να τις μπλέκει στα δίχτυα του.
Έτσι κατόρθωσε να παρασύρει και τη νύμφη Πίτυν, που τον αγάπησε παράφορα, αλλά ο αντίζηλος του Πάνα, Βορέας, την παρέσυρε με την ορμή του σε κρημνό, και τότε η Γαία τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο δέντρο Πίτυν (πεύκο). Ο Παν αγαπούσε από τότε να κάθεται κάτω από το πεύκο και να νανουρίζεται με το θρόισμα του βελονοειδούς φυλλώματος της αγαπημένης του.

Ο Παν φημιζόταν επίσης για τον ξαφνικό και αδικαιολόγητο φόβο που προκαλούσε, και που τον ένιωθαν ιδιαίτερα όσοι ταξίδευαν σε μακρινά και έρημα μέρη, ιδιαίτερα τη νύχτα.
 Έτσι, λέγεται Φόβος Πανικός κάθε αδικαιολόγητος φόβος, και αποδίδεται στον Πάνα, που τους τρομοκρατούσε όλους με κρότους και άγριες φωνές. Λέγεται (Ηρόδοτος ΣΤ΄ 105, 106) πως, όταν ο Φειδιππίδης, πριν από τη μάχη του Μαραθώνα, είχε σταλεί για να ζητήσει βοήθεια από τη Σπάρτη, συνάντησε μπροστά του, στην περιοχή του Παρθενίου (ανάμεσα στην Αργολίδα και την Αρκαδία), τον Πάνα, που τον φώναξε με το όνομά του και τον πρόσταξε να ρωτήσει από μέρους του τους Αθηναίους γιατί δεν φροντίζουν καθόλου γι’ αυτόν, ενώ εκείνος τους ήταν ευνοϊκός και τους είχε φανεί χρήσιμος σε πολλές περιστάσεις.

Υποσχέθηκε μάλιστα να βοηθήσει τους Αθηναίους και σε αυτή τη μάχη. Αυτό έγινε αιτία να εισαχθεί η λατρεία του στην Αθήνα μετά τη μάχη του Μαραθώνα. Οι Αθηναίοι κάτω από την Ακρόπολη έχτισαν Ιερό του Πάνα και, έπειτα από το μήνυμα που τους έστειλε, έκαναν κάθε χρόνο θυσίες και λαμπαδηδρομίες.

Τη λατρεία του Πάνα φαίνεται ότι διέδωσε πρώτος στη Ρώμη ο Αρκάς Εύανδρος. Οι Ρωμαίοι ταύτισαν τον Πάνα με το Φαύνο και το Λούπερκο, που προς τιμήν του γιόρταζαν τα Λουπέρκια ή Λουπερκάλια.
Υπήρχε και σπήλαιο του Πάνα (Λουπέρκου) στον Παλατίνο λόφο της Ρώμης, που ονομαζόταν και Πάνειο άντρο. Ο Πλούταρχος αφηγείται ότι επί της βασιλείας του Τιβερίου ένα πλοίο με επιβάτες, που έπλεε κοντά στους Παξούς, αναστατώθηκε όταν ο πλοίαρχος του πλοίου, Θαμούν, άκουσε μια δυνατή φωνή να του φωνάζει ότι ο Μέγας Παν πέθανε.
Η φωνή ήταν υπερφυσική και τάραξε όλους πάνω στο πλοίο, γιατί ανέφερε και το όνομα του πλοιάρχου, με την εντολή να αναγγείλει το φοβερό γεγονός.
Η είδηση διαδόθηκε στη Ρώμη και έφτασε ως τα αφτιά του αυτοκράτορα Τιβερίου, που κάλεσε το Θαμούν και πολλούς φιλολόγους.
Αυτοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να επρόκειτο για τον Πάνα, το γιο του Ερμή και της Πηνελόπης, αλλά δεν βρέθηκε καμιά ικανοποιητική εξήγηση. Νεότεροι ερευνητές θεωρούν πως ο θρύλος συμβολίζει το τέλος του αρχαίου κόσμου και τη γέννηση του χριστιανισμού. Σ
ύμφωνα με άλλη εκδοχή, η εξήγηση μπορεί να βρεθεί στο θρήνο των οπαδών του ανατολίτη θεού Θαμμούζ, Θαμμούζ ο πάμμεγας τέθνηκε, που ακούστηκε, και οι επιβάτες του πλοίου το παρεξήγησαν.

Η λατρεία του Πάνα συναντάται και στην Αίγυπτο, όπου είχε ταυτιστεί με ανάλογους ζωόμορφους θεούς των Αιγυπτίων, όπως ο Μιν, θεός τραγόμορφος και από τους κυριότερους του αιγυπτιακού πανθέου, που λατρεύονταν στο Απου-Χμινού, μια πόλη που οι Έλληνες ονόμασαν Πανόπολη.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει (Β΄ 145) ότι ενώ στους Έλληνες ο Ηρακλής, ο Διόνυσος και ο Παν θεωρούνται οι νεότεροι από τους θεούς, οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν τον Πάνα τον αρχαιότερο από τους οκτώ πρώτους θεούς.
Οι αρχαίοι Έλληνες παρίσταναν τον Πάνα με γένια, τραχιά μαλλιά, δύο κέρατα και πόδια τράγου. Τον φαντάζονταν να περιπλανιέται την ημέρα στους λόφους και στις κοιλάδες μαζί με Νύμφες, να φυλάει κοπάδια, ιδιαίτερα κατσίκες, και να κυνηγάει άγρια ζώα (Ομηρικός Ύμνος, XIX). Με τη ζέστη του μεσημεριού τού άρεσε να κοιμάται, και τότε ήταν ευαίσθητος σε κάθε ενόχληση.
Γι’ αυτό εκείνη την ώρα κανένας βοσκός δεν παίζει τον αυλό του. Το δειλινό καθόταν μπροστά στη σπηλιά του κι έπαιζε τον αυλό που είχε επινοήσει μόνος του, τη σύριγγα. Σαν πνεύμα των δασών, υπήρξε επίσης θεός της προφητείας, γι' αυτό υπήρχαν και μαντεία του Πάνα. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, ο Παν φέρεται ως γιος του Ερμή και της νύμφης Καλλιστώς, συνοδού της Αρτέμιδας, στην Αρκαδία. Η επικρατέστερη ωστόσο παράδοση είναι η αρκαδική, που τον θέλει γιο του Ερμή και της νύμφης Πηνελόπης, που κατόπιν πήγε στους ουρανούς και ύφαινε εκεί ένα λαμπρό ιστό. Οι μεταγενέστεροι μυθογράφοι, όπως ο Παυσανίας ο Περιηγητής, την ταύτισαν με την ομώνυμη Σπαρτιάτισσα και πιστή σύζυγο του Οδυσσέα.

Αλλά η παράδοση που υιοθετήθηκε γενικά αργότερα είναι αυτή που αναφέρεται στο λεγόμενο Ομηρικό Ύμνο που είναι αφιερωμένος στον Πάνα.
Σύμφωνα με αυτή την παράδοση, ο Παν γεννήθηκε κοντά στο όρος Κυλλήνη από μια νύμφη, κόρη του θνητού Δρύοπα, που είχε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ως έμμισθο βοσκό του τον Ερμή.
Ο Ερμής ερωτεύτηκε την κόρη του Δρύοπα, και καρπός του έρωτά τους, υπήρξε ο Παν.
Η τερατώδης μορφή του Πάνα τρόμαξε τόσο πολύ τη μητέρα του, ώστε αμέσως μόλις τον γέννησε το έβαλε στα πόδια.
Ο Ερμής πήρε το μωρό, το τύλιξε σε δέρμα λαγού και το πήγε στον Όλυμπο, όπου οι αθάνατοι θεοί έβαλαν τα γέλια μόλις τον αντίκρισαν και με μια φωνή τον ονόμασαν Πάνα, γιατί φαίδρυνε την καρδιά πάντων (Πάνα δε μιν καλέεσκον, ότι φρένα πάσιν έτρεψε - στίχ. 47).

Οι κυριότερες ιδιότητες του Πάνα, σύμφωνα με τις μυθολογικές παραδόσεις των Ελλήνων, είναι:

1) Βοσκός, και γι’ αυτό αγαπά όλα γενικά τα ζώα των κοπαδιών. Λέγεται πως είχε μια ιερή αγέλη, που την οδηγούσε στις κορυφές των βουνών. Γι’ αυτή του την ιδιότητα τον αποκαλούσαν ορεσιβάτη, ορειώτη, βουνίτα, φιλωρείτη κλπ.

2) Αγρονόμος, και γι’ αυτό του άρεσε να κατοικεί στα δάση, τις κοιλάδες και τους αγρούς, που είναι και φύλακάς τους. Γι’ αυτή του την ιδιότητα τον αποκαλούσαν φιλάγραυλο, ερημονόμο, φιλόδενδρο, κλπ.

3) Κυνηγός και προστάτης των κυνηγών και των θεριστών, όπως και των αλιέων. Για τις ιδιότητές του αυτές τον αποκαλούσαν θηρευτή, θηρονόμο, σκυλακοτρόφο, κ.ά. Ο Πάν ήταν κατεξοχήν θεός της Αρκαδίας, που ήταν ποιμενική και δασώδης χώρα. Τον λάτρευαν στο Λύκαιο όρος μαζί με τη Σελήνη και το Δία, κι έκαναν και αγώνες προς τιμήν τους (Διόπανα). Από τους τελευταίους ήδη αιώνες της κλασικής εποχής, ο Παν είχε γίνει πανελλήνιος θεός, ιδιαίτερα εξαιτίας της μάχης του Μαραθώνα και του Φειδιππίδη. Αργότερα, η λατρεία του διαδόθηκε περισσότερο, και τότε πλάστηκαν διάφοροι μύθοι με ήρωα τον Πάνα, και με διάφορες μορφές. Έτσι δημιουργήθηκαν λ.χ. οι Πανίσκοι, που τους θεωρούσαν παιδιά του και που ζούσαν κι αυτοί στα βουνά, ως μικροί κερασφόροι δαίμονες.

Στους δύο τελευταίους αιώνες π.Χ., η λατρεία του Πάνα, αφού διαδόθηκε σε όλη σχεδόν τη Μεσόγειο, ανυψώθηκε σε μονοθεϊστική θρησκεία και υιοθετήθηκε από τους Στωικούς και τους Ορφικούς, που, έχοντας παρερμηνεύσει το όνομα του θεού Πάνα, τον πήραν ως σύμβολο του παντός μέσα στο σύμπαν.
Υπήρχαν όμως και άλλες απόψεις, περισσότερο ίσως διαδεδομένες στο λαό κατά τους χρόνους εκείνους, σύμφωνα με τις οποίες ο Παν ανήκε περισσότερο στους δευτερεύοντες δαίμονες και όχι στους αθάνατους θεούς.
Αυτή η άποψη τον ήθελε και θνητό, αλλά ο θάνατός του μπορούσε να συμβεί έπειτα από πολλούς αιώνες.
 Έτσι εξηγείται και το ότι ο Πλούταρχος αναφέρει την είδηση για τη διάδοση περί θανάτου του Μεγάλου Πάνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου