Το συναίσθημα (το θυμικό, το πάθος) είναι ταυτόσημο με τον άνθρωπο και μαζί με την λογική ενεργοποιεί τη βούληση για να πραγματοποιήσει την οποιαδήποτε πράξη. Η ψυχική εμπειρία μας (από τις επιδράσεις του έξω και του έσω κόσμου) δημιουργεί αναπόφευκτα μια ευχάριστη ή δυσάρεστη ψυχική κατάσταση μέσα μας και χρωματίζει ολόκληρη την γενική διάθεσή μας - σε μια κλίμακα χρωματική που αρχίζει απ΄την απλή ευφορία ή δυσφορία και τελειώνει στο ισχυρό πάθος.
Όμως και το ίδιο το συναίσθημα, είτε υποτονικό είτε υπερβολικό, χρωματίζεται από την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα μας για να δώσει τον ανάλογο τόνο στη συμπεριφορά μας.Έτσι όταν αντιδρούμε συναισθηματικά - με την σιωπή ή την εκτόνωση - αποκαλύπτουμε ολόκληρη την ψυχική μας δομή, ολόκληρο τον εσωτερικό μας άνθρωπο, όπως τον κληρονομήσαμε κι όπως τον διαπλάσαμε. Από αυτή τη σκοπιά βλέπουμε το συναίσθημα όχι μόνο σαν μια συγκινισιακή δύναμη της ψυχής αλλά και σαν ένα ασφαλές κριτήριο της υπόστασης του ανθρώπου - στον ατομικό και κοινωνικό χώρο.
Ο Αριστοτέλης (Ηθικ.Νικομ. ΙΙ, Δ΄ ) λέει : "Αυτά που συμβαίνουν μέσα στην ψυχή είναι τριών ειδών : Πάθη, Δυνάμεις και Καταστάσεις. Πάθη είναι η επιθυμία, η οργή, ο φόβος, το θάρρος, ο φθόνος, η χαρά, η φιλία, το μίσος, ο πόθος, η ζυλοτυπία, ο οίκτος και γενικά όλα όσα παρακολουθεί η ηδονή ή η λύπη". Επιχειρεί έτσι ο Αριστοτέλης μια διαίρεση των παθών σε ωφέλιμα ή ευγενικά και σε βλαβερά ή ταπεινά κι ακόμα προσδίδει στα συναισθήματα ένα χαρακτήρα "τελολογικό".
Ο στωικός Ζήνων ορίζει το πάθος σαν σφοδρή δόνηση της ψυχής, αντίθετη προς την ορθή λογική κι ενάντια στην φύση.Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα πολλοί ασχολήθηκαν με το συναίσθημα και τον συναισθηματικό βίο και ο 17ος αιώνας κυρίως έχει να μας δείξει σημαντικά ονόματα όπως τους Descartes, Spinoza, Hume, Herbart, Wundt, Ribot, Rousseau, Schopenhauer, James κ.α.
Το συναίσθημα σαν ψυχική λειτουργία διαφέρει από την γνωστική λειτουργία που αναφέρεται στον εξωτερικό κόσμο, ενώ το συναίσθημα στον εσωτερικό και είναι πολύ πιο υποκειμενικό από την γνώση, αφού και εξαρτάται από την εσωτερική διάθεση αυτού που αισθάνεται - σαν άτομο με τον δικό του χαρακτήρα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο ορθολογισμός με την αντικειμενικότητά του, κάνει τυποποιημένες τις ιδέες και ομοιόμορφους τους ανθρώπους. Γιατί σε τι μπορούν να διαφέρουν δύο μαθηματικά "τετράγωνοι" λογικοί άνθρωποι; Όμως ο συναισθηματισμός με την υποκειμενικότητά του κάνει τους χαρακτήρες να διαφέρουν και τους "σώζει" από την πνευματική ισοπέδωση. Κι ακόμα κάτι χαρακτηριστικό : στη ζωή, λιγότερο αντιπαθούμε αυτούς που εναντιώνονται στην λογική μας παρά εκείνους που εναντιώνονται στα συναισθήματά μας. Γιατί το συναίσθημα έχει μεγάλη δύναμη. Άν μόνο η λογική ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις, αποξενώνει τους ανθρώπους. Μα το συναίσθημα - σαν έκφραση εσωτερικότητας - τους συνενώνει.
Η ενότητα του ψυχικού βίου, παρά τις αντιθετικές εκδηλώσεις της έγινε για πρώτη φορά κατανοητή από τους Έλληνες, στην προσπάθειά τους να συλλάβουν ολόκληρο το οντολογικό βάθος και το αξιολογικό πλέγμα της ανθρώπινης ψυχής. Είδανε τη λογική σαν το Απολλώνιο φως που τοποθετήθηκε μέσα στο πήλινο λυχνάρι - τον άνθρωπο ("τον νούν ο Θεός φώς ανήψεν εν τη ψυχή" Αριστ. Ρητορ. Γ 1411 β, 12) και στάθηκαν εκστατικοί μπρος σε αυτόν τον "θείον Λόγον". Κι ύστερα είδανε το συναίσθημα σαν το Διονυσιακό φως που διαπερνά επίσης ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου και στάθηκαν πάλι εκστατικοί μπρος σ΄αυτό το "θείον Πάθος".
Έτσι πρώτοι οι Έλληνες ανακάλυψαν τους μυστικούς εκείνους δεσμούς που δημιουργούν μια ταύτιση ανάμεσα στον Απόλλωνα και στον Διόνυσο, που εκφράζουν αντιπροσωπευτικά ο καθένας τους τις δύο αυτές βασικές λειτουργίες της ψυχής. Και διαπίστωσαν ακόμα την ευφρωσύνη που προκαλείται όταν ο Απόλλων και ο Διόνυσος κατορθώνουν να συνυπάρχουν. Γιατί η λογική ολοκληρώνει το συναίσθημα και το συναίσθημα αρτιώνει την λογική (όταν δεν καταστρέφει και δεν υποκαθιστά το ένα το άλλο).
Άν ο Απόλλων είναι ο καθαρός Ήλιος που φωτίζει, ο Διόνυσος είναι η λαμπερή Σελήνη που φωτίζει επίσης. Το ίδιο φως, ουσιαστικά - ποιοτικά, οδηγεί τα βήματα του ανθρώπου τη μέρα και τη νύχτα. Και στις δύο περιπτώσεις το σωτήριο αυτό φως λυτρώνει τον άνθρωπο. Τον κάθε άνθρωπο και ιδιαίτερα εκείνον που η παιδεία και η παράδοση της Ελληνικής ευγένειας διέπλασαν. Γιατί μόνο ένας τέτοιος άνθρωπος - "καλός καγαθός" κατά τα ελληνικά πρότυπα - "και στην θολή του ορμή, τον δρόμο τον καλό τον ξέρει" (W.Goethe).
O Aπόλλωνας είναι υπέυθυνος για τον Νού κι ο Διόνυσος είναι υπόλογος για την καρδιά, μια και οι δυό είναι Έλληνες θεοί κι έχουν κοινό στόχο στην δράση τους : το Αγαθό. Τίποτε περισσότερο ή λιγότερο. Το αγαθό είτε τούτο είναι η ορθολογιστική φιλοσοφία, είτε είναι λυρική ποίηση, διθύραμβος και τραγωδία. Και είτε τούτο επισημαίνεται μέσα σε μια ιερατική επίκληση στον Απόλλωνα είτε υποδηλώνεται σε μια οργιαστική έκσταση στα Διονυσιακά. Γιατί όπως το "κατά πνεύμα ζήν" έτσι και το "κατα φύσιν ζήν" δεν είναι τίποτε άλλο παρά παρά "ταυτό του κατ΄ αρετήν ζήν" όπως υποστήριζαν οι Στωικοί (Ζήνων) Διογ. Λαερτ. VII 87. Και οι δύο θεοί τον ίδιο άνθρωπο υπηρετούν φωτίζοντάς τον, τον άνθρωπο που πατάει στέρεα στην γή και κοιτάζει ψηλά τον ουρανό, το "χθόνιο" αυτό όν που "αναθρώσκει".
Και αυτόν τον άνθρωπο έχουν χρέος να βοηθήσουν και να βελτιώσουν, να καθοδηγήσουν και να τελειοποιήσουν σ΄όλες τις εκδηλώσεις του, από τις πιό κτηνώδης ίσαμε τις πιό θεϊκές. Η εξημέρωση του ανθρώπινου κτήνους, η ανάπτυξη της κοινωνικής του συνείδησης και η ανθοφορία των αρετών του - παρά τα ελαττώματα - υπήρξε τελικά η μεγάλη επιτυχία των δυο αυτών θεών.Μια επιτυχία που στον συναισθηματικό τομέα αφορά ιδιαίτερα τον Διόνυσο. Το θυμικό, το πάθος, το συναίσθημα του μέσου πολίτη της αρχαίας Ελλάδας, δεν υπήρξε αιμοβόρο, κακόβουλο, ανθρωποφθόρο, βάρβαρο και κακούργο αλλά στάθηκε αντάξιο της ανθρωπιστικής ιδέας έτσι όπως την διέπλασε η κλασική εκείνη εποχή.
Για αυτό και "αγεφύρωτη άβυσσος χωρίζει τους Διονυσιακούς Έλληνες από τους Διονυσιακούς βαρβάρους (Νίτσε). Το συναίσθημα αυτό παράλληλα με την λογική έγινε το σύμβολο και η βούληση ενός λαού που σφράγισε την πολιτική και την πολιτιστική μοίρα του κόσμου. Γιατί σε βαθύτερη ανάλυση αυτή η ένταση του συναισθήματος και η μέθη της βούλησης που λέγεται "Διονυσιασμός" προσδιορίζει το μεγαλέιο του ανθρώπου που είναι η κατάφαση της ζωής όχι μόνο μέσα στην ενεργετικότητα της αισιοδοξίας του, αλλά και μέσα στην απελπισία του (για τον θάνατο).
Ο άνθρωπος είναι τραγικός δηλαδή παγιδευμένος κι αυτό το συνειδητοποιεί κι αναζητάει πάντοτε διεξόδους και εκτονώσεις που τις βρίσκει στην φαντασία, στην τέχνη, στην μέθη των αισθήσεων, στην οργή, στο ξέσπασμα του πάθους. Ενός πάθους προμηθεϊκού που εκτοξεύει την οργή και την απαρέσκειά του απέναντι στο πεπρωμένο, στο θείο (σαν ύβριν). Μπορεί ακόμα και την ύπαρξή του να πετάξει κατάμουτρα στην Μοίρα, σαν έκφραση αποδικιμασίας σ΄αυτό το τραγικό πεπρωμένο του, που δεν εγκρίνει κι απ΄όπου θέλει να δραπετεύσει.
Μέσα στην ομίχλη και την καταιγίδα του πόνου και της οδύνης, ανακαλύπτει έστω και την ψευδαίσθηση μιας φωτεινής ελπίδας ή μιας παροδικής χαράς. Και μετά την ψυχική εκτόνωση, την συναισθηματική εκφόρτιση και χαλάρωση, είναι πάλι σε θέση να σηκωθεί και να προχωρήσει. Το φως του απόλλωνα θα φωτίσει ξανά την κακοτράχηλη στράτα του.
Η συμφιλίωση του Διόνυσου με τον Απόλλωνα προαναγγέλεται από την ποίηση του Αρχίλοχου του Μίμνερμου και της Σαπφούς.
Ώσπου τελικά γίνεται συνείδηση τόσο στον φιλοσοφικό όσο και στον αισθητικό χώρο.
ΙΕΡΑ ΕΛΛΑΣ
ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ Συγχαιρω
ΑπάντησηΔιαγραφή