ΙΣΤΟΡΙΚΑ Ο ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΣ
ἐμφανίζεται στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη σὰν πολιτικὸ προϊὸν
τῶν «ἀστικῶν» ἐπαναστάσεων
στὴν Ἀγγλία καὶ τὴ Γαλλία καὶ ὁλοκληρώνεται σὰν σύστημα
ἀναπτύσσοντας θεσμοὺς καὶ τύπους ποὺ ἴσχυαν
ἤδη στὰ φεουδαρχικὰ μεσαιωνικὰ καθεστῶτα (Παρλαμέντα).
Ὅταν οἱ δύο αὐτὲς χῶρες ἔγιναν παγκόσμιες
ἰμπεριαλιστικὲς δυνάμεις, «ἐξήγαγαν» τὸν Παρλαμενταρισμὸ
μέσῳ τῶν τοπικῶν ὀργάνων τους στὶς χῶρες ποὺ ἤλεγχαν,
μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸ ἄθλιο Νεοελληνικὸ κράτος,
ποὺ συγκροτήθηκε κάτω ἀπὸ καθεστὼς Προστασίας
μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ Εἰκοσιένα.
Κύρια ἰδεολογικὴ βάση τοῦ Κοινοβουλευτισμοῦ
εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἰσότητας (égalité). Οἱ πολίτες τοῦ κοινοβουλευτικοῦ
καθεστῶτος ἔχουν ψῆφο τῆς ἴδιας ἀξίας.
Ἡ ψῆφος τοῦ βλακὸς ἔχει τὸ ἴδιο βάρος μὲ τὴν ψῆφο τοῦ σοφοῦ,
ἡ ψῆφος τοῦ ἀπατεῶνα μετρᾷ τὸ ἴδιο μὲ τὴν ψῆφο τοῦ ἔντιμου,
ἡ ψῆφος τοῦ προδότη ἢ τοῦ διεφθαρμένου δὲν ἔχει καμμιὰ
διαφορὰ ἀπὸ τὴν ψῆφο τοῦ ἁγνοῦ ἀνθρώπου κ.ο.κ.
Στὸν Κοινοβουλευτισμὸ ἡ ἔννοια τῆς ποιότητας
εἶναι ἀπαράδεκτη καὶ «ἀντιδημοκρατική», οἱ ἄνθρωποι
ἰσοπεδώνονται ἀπὸ κάποιον δογματικὸ ὁδοστρωτῆρα,
κυριαρχεῖ ἡ ἔννοια τῆς ποσότητας, τοῦ ἀριθμοῦ, τῆς πλειοψηφίας.
Οἱ ἐκλεγόμενοι, ἀντιπρόσωποι ἢ κόμματα,
στὴν πραγματικότητα δὲν ἀντιπροσωπεύουν τίποτα
ἄλλο ἀπὸ ἕναν ἀριθμό, ἕνα ἄθροισμα ψήφων ποιοτικὰ καὶ ἠθικὰ
ἄχροων, οὐδέτερων,ἀδιάφορων.
Αὐτὰ τὰ «ἀθροίσματα- βουλευτές» ἢ τὰ «ἀθροίσματα-κόμματα» δὲν ἔχουν
ἐπίσης ποιοτικὴἢ ἠθικὴ διαβάθμιση, εἶναι ἰσοπεδωμένα
σὰν τὶς ψήφους, ποὺ τὰ ἀνέδειξαν.
Δὲν χαρακτηρίζονται ἀπὸ τίποτε, ἔξω ἀπὸ τὴν
ἱκανότητα νὰ συγκεντρώνουν μεγαλύτερο ἀριθμὸ
ψήφων ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ ψήφων ποὺ παίρνουν οἱ μὴ ἐκλεγόμενοι,
καὶ δὲν χρειάζεται καμμία ἀποδεδειγμένη προσφορά, ἀξία
ἢ ἄλλο γνώρισμα, ποὺ νὰ τοὺς καθιστᾷ ἄξιους νὰ κυβερνοῦν
ἐκείνους ποὺ τοὺς ἐκλέγουν.
Πρακτικὰ ἡ ἀπόρριψη τῆς ἀρχῆς τῆς ποιότητας καὶ ἡ ἀντικατάστασή
της ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ποσότητας ὁδηγεῖ στὴν ἐκλογὴ καὶ παρουσία
στὸ Παρλαμέντο καὶ στὴν ἐξουσία ἀτόμων,
ποὺ συνήθως δὲν ἔχουν προσφέρει τίποτε στὸ Ἔθνος
τους σὲ κανέναν τομέα – παρασιτικῶν δημοκόπων ψηφοσυλλεκτῶν,
τῶν λεγομένων «ἐπαγγελματιῶν πολιτικῶν».
Ἡ δεύτερη ἰδεολογικὴ ἀρχὴ τοῦ Κοινοβουλευτισμοῦ
εἶναι ἡ ἀντιπροσωπευτικότητα, ἡ ὑποτιθέμενη
δηλαδὴ ἔκφραση τῆς πολιτικῆς θελήσεως τοῦ πολίτη- ψηφοφόρου
ὄχι ἄμεσα, ἀλλὰ μέσῳ ἑνὸς ἄλλου προσώπου ἢ ὁμάδας,
τοῦ βουλευτῆ ἢ τοῦ κόμματος.
Οἱ ὑποτιθέμενοι ἐντολοδόχοι λαμβάνουν πολιτικὴ πληρεξουσιότητα
ἀπὸ τὸν πολίτη, ποὺ τοὺς ψηφίζει, γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση
θεμάτων ἐκκρεμούντων ἢ μελλόντων νὰ ἀνακύψουν
καὶ γιὰ χρονικὸ διάστημα ἐτῶν,
ἁπλῶς διότι ὁ πολίτης ψηφίζει δῆθεν τὸ πρόγραμμά τους καὶ ὄχι
τοὺς ἴδιους – πρόγραμμα ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ προβλέπῃ
καὶ νὰ καλύπτῃ ὅλα ἐκεῖνα τὰ θέματα,γιὰ τὰ
ὁποῖα «ἔχει πληρεξουσιότητα» νὰ ἀποφασίσῃ
ὁ ἐκλεγόμενος γιὰ λογαριασμὸ τοῦ ἐκλέγοντος.
Καὶ οἱ ἀντιπρόσωποι, τοὺς ὁποίους «ἐκλέγει» ὁ πολίτης,
εἶναι ἤδη ἐκλεγμένοι ἐκ τῶν προτέρων ἀπὸ τὸ Κατεστημένο,
ἁπλῶς ὁ ψηφοφόρος καλεῖται νὰ ἐγκρίνῃ ἐκείνους,
ποὺ ἔχουν ἤδη ἐγκριθῆ καὶ μπῆ στοὺς συνδυασμούς.
Πρακτικὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀρχῆς τῆς ἀντιπροσωπευτικότητας
εἶναι ἡ ἀσυδοσία καὶ ἡ ἀποδέσμευση τῶν ἀντιπροσώπων
ἀπὸ τοὺς ἀντιπροσωπευόμενους, ἡ ἀδυναμία
ἀσκήσεως τῆς Ἀρχῆς ἐκ μέρους τοῦ δήμου,
μ’ ἄλλα λόγια ἡ κατάργηση τῆς ἴδιας τῆς οὐσίας τῆς Δημοκρατίας.
Ἡ τρίτη καὶ πιὸ χαρακτηριστικὴ ἀρχὴ τοῦ Κοινοβουλευτισμοῦ
εἶναι ὁ «πλουραλισμός», ἡ ὕπαρξη δηλαδὴ περισσοτέρων
τοῦ ἑνὸς κομμάτων μέσα στὰ πλαίσια τοῦ καθεστῶτος.
Διάφοροι ἀπολογητὲς τοῦ Κοινοβουλευτισμοῦ,
στρατευμένοι στὴν κοινοβουλευτικὴ σκοπιμότητα, βρίσκουν
στὸν «πλουραλισμό» τὴν ἀσφαλέστερη ἐγγύηση τῆς Δημοκρατίας,
διότι τάχα τὸ ἕνα κόμμα
εξουδωτερωνει τὸ ἄλλο καὶ ἔτσι τὸ κοινοβουλευτικὸ
σύστημα λειτουργεῖ σὰν ἕνα «σύστημα ἀντιβάρων », ἐξασφαλίζοντας
τὴν ἰσορροπία του.
Ἀλλὰ ἡ «ἰσορροπία» ἑνὸς συγκεκριμένου συστήματος
δὲν ἐνδιαφέρει παρὰ μόνον ἐκείνους ποὺ τὸ ἀποτελοῦν
κι ὄχι τὸν δῆμο,
καὶ ἡ ἀλληλοεξουδετέρωση τῶν κομμάτων πρακτικὰ
μεταφράζεται σὲ συναλλαγὴ καὶ διαφθορὰ
ἢ σὲ ἀνυπαρξία ἀρχῆς καὶ ἡγεσίας.
Ὁ ἀνομολόγητος σκοπὸς τοῦ πλουραλισμοῦ
δὲν εἶναι ἡ ἐπίτευξη δημοκρατικότητας ἀλλὰ
ἡ διάσπαση τοῦ συνόλου,
ὁ κατατεμαχισμὸς τῶν ἐθνῶν σὲ ἀλληλοτρωγόμενα
κομμάτια (κόμματα),
ἡ ὑπονόμευση καὶ κατάργηση τῆς ἐθνικῆς ἑνότητας
καὶ τῆς ἐθνικῆς ὁμοψυχίας.
Ὅπως συνέβη καὶ μὲ ἄλλα πολιτικοκοινωνικὰ
προϊόντα τοῦ ἀστικοῦ Διεθνισμοῦ –π.χ. τὶς «κοινωνικὲς τάξεις» ἢ
τὴ «διάκριση τῶν ἐξουσιῶν» ἢ τὸν συνδικαλισμό–,
ὁ βαθύτερος σκοπός, ποὺ ὑπηρετεῖ ὁ πλουραλισμός,
εἶναι ἡ ἀποδυνάμωση καὶ ἐξαφάνιση τῶν ἐθνῶν,
ἡ ἀποσύνθεση τῆς γενικῆς θελήσεως καὶ ἡ ὑποταγήτους
στὴ Διεθνῆ Ἐξουσία.
Ὁ νεώτερος Ἑλληνισμός, ποὺ γνώρισε
ἐπανειλημμένα καὶ πλήρωσε ἀκριβὰ
τὸν πλουραλισμὸ τοῦ Παρλαμενταρισμοῦ,
ἀλληλοτρωγόμενος καὶ ἀλληλοσφαζόμενος ὕστερα
ἀπὸ ὑποδαύλιση τῶν κομμάτων,
ἢ ἀλληλοσυγκρουόμενος σὲ ἀνόητες κομματικὲς διαμάχες
καὶ ἀλληλοεξουδετερωνόμενος, ὥστε
νὰ μὴν μπορῇ νὰ ἐπιδιώξῃ ἐθνικοὺς στόχους,
πρέπει νὰ ἀντιλαμβάνεται τί σημαίνουν
στὴν πραγματικότητα αὐτὰ τὰ λόγια περὶ «συστήματος ἀντιβάρων».
Ἡ ἀρχὴ τοῦ «πλουραλισμοῦ» δὲν εἶναι
τίποτε ἄλλο ἀπὸ μία «ἔκδοση» τῆς γνωστῆς τακτικῆς
τοῦ «διαίρει καὶ βασίλευε» τῶν ἐξουσιαστῶν τοῦ Κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου