Σε μια μικρή πόλη, στις ακραίες παρυφές τού τότε πολιτισμένου και κατασταλαγμένου κόσμου, μια καινούρια, παράξενη δύναμη άρχισε να έρχεται στο φως.
Κάτι είχε ξυπνήσει μέσα στο νου των ανθρώπων πού ζούσαν εκεί κι αυτό το κάτι θα ’μενε πια γραμμένο στην μορφή του κόσμου ολόκληρου, κι ούτε οι αιώνες ούτε οι αλλαγές πού φέρνει η ιστορία θα είχαν τη δύναμη να σβήσουν τα βαθιά του σημάδια.
Αν είμαστε σήμερα διαφορετικοί, κι αν νιώθουμε διαφορετικά, το χρωστάμε σ’ ότι δημιουργούσε επί ένα δυο αιώνες εκείνη η μικρή πολιτεία, —- πάνε δυο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια τώρα.
Ήτανε κρίσιμη η στιγμή.
Πολιτισμοί παλιοί, ισχυροί, είχανε εκλείψει και χαθεί, κι η σκιά τς άγνοιας πλανιότανε πάνω απ’ τη γη. ο κόσμος πορευότανε ξανά προς μια εποχή άγρια, και σκοτεινή, και βάρβαρη…
Κι όμως στο κέντρο αυτής τής σκοτεινιάς, μια μικρή Εστία πνευματική φούντωνε σιγά σιγά και σπίθιζε: στην πόλη των ’Αθηνών ένας καινούριος πολιτισμός γεννιότανε, πού η Ανθρωπότητα ως τότε δεν είχε ξαναδεί.
Πώς έγινε αυτό;
Έχει σημασία για μας να το γνωρίσουμε.
Αυτό πού ανακάλυψαν οι Έλληνες, κι ο τρόπος με τον όποιο το ανακάλυψαν, κι ο τρόπος με τον όποιο έφεραν στο φως έναν καινούριο κόσμο μέσα από τα χαλάσματα ενός παλιού πού μόλις είχε γκρεμιστεί, μπορεί να είναι χρήσιμο και σέ μας πού είδαμε χτες έναν ολόκληρο κόσμο να καταρρέει μέσα σε δυο δεκαετίες.
Πραγματικά.
Στο χάος και στη σύγχυση τού σύγχρονου καιρού μας αξίζει να μελετήσουμε πολύ σοβαρά πώς οι Έλληνες κατόρθωσαν να πετύχουν μια τέτοια διαύγεια στη σκέψη τους και μια τέτοια σταθερή τελείωση της τέχνης πού δημιούργησαν.
Άλλες είναι βέβαια οι συνθήκες πού τότε αντιμετώπιζαν, μα πρέπει πάντα να έχουμε στο νου πώς όσο κι αν αλλάζει το φλούδι τής ζωής η ουσία της μένει ίδια και πώς ένα είναι το βιβλίο πού πρέπει να διαβάζουμε αν θέλουμε σωστά ν’ αποφοιτήσουμε απ’ το σχολείο τής ανθρώπινης εμπειρίας: ο Άνθρωπος.
Τα μεγάλα βιβλία, παλιά και σημερινά, δεν είναι παρά το απόσταγμα τής γνώσης τής ανθρώπινης καρδιάς, και τα μεγάλα έργα δεν είναι παρά η επίτευξη μιας ισορροπίας στη σύγκρουση ανάμεσα στις επιταγές τού εξωτερικού και τού εσωτερικού μας κόσμου.
Κρίμα.
Απ’ όσα έφτιαξαν οι Έλληνες λίγα έχουν φτάσει ως εμάς και δεν έχουμε τρόπο να εξακριβώσουμε αν είναι κιόλας ότι καλύτερο είχαν δημιουργήσει. Στους μεγάλους σπασμούς τής ιστορίας οπού επικρατεί μονάχα ο νόμος τού Δυνατού δεν υπάρχει κι άλλος ένας νόμος να πού διασφαλίζει την επιβίωση τού ωραίου.
Μα όσα λίγα διατήρησαν για χάρη μας οι ιδιοτροπίες των καιρών και οι συντυχιές των περιστάσεων μοιάζει να δίνουν το μέτρο τής υψηλότερης στάθμης στην οποία είναι δυνατόν ποτέ να αναχθεί το κάθε τι πού άγγιξε ο Ελληνικός πολιτισμός.
Την γλυπτική τους, τίποτα δεν την συναγωνίζεται.
Την αρχιτεκτονική τους, κανένας δεν την ξεπέρασε.
Την γραμματεία τους, ποιος θα την φτάσει;
Τί έχει απομείνει απ’ όλον τούτο τον τεράστιο αισθητικό πλούτο;
Γκρεμίστηκαν τα κτίρια, παραμορφώθηκαν τα Αγάλματα, έσβησαν οι ζωγραφιές κι απ’ τα γραφτά λίγα έχουν σωθεί.
Κι όμως. Πάνω σ’ αυτά τα συντρίμμια των όσων προ υπήρξανε, ο κόσμος έμαθε να κτίζει, γιατί επί δύο χιλιάδες χρόνια δεν είχε τίποτα καλύτερο. Τούτα τα λιγοστά κατάλοιπα της πανώριας Ελληνικής οικοδομής στάθηκαν έμπνευση και πρόκληση στον άνθρωπο κι είναι ακόμα ότι πιο πολύτιμο κατέχει ο Δυτικός πολιτισμός.
‘Ότι έφτιαξαν οι Έλληνες το έχει υιοθετήσει πια ολόκληρη η άνθρωπότης, και δεν υπάρχει σήμερα κανένας πού να αρνείται στο Ελληνικό πνεύμα την πλήρη δικαίωσή του.
Εκείνο όμως πού δεν είναι τόσο γνωστό και πού συχνά παραγνωρίζουμε, είναι οι αιτίες πού οδήγησαν σ’ αυτές τις επιτεύξεις. Συνηθίσαμε, στον καιρό μας, να μιλάμε για το Ελληνικό θαύμα και να θεωρούμε την ξαφνική άνθιση τού Ελληνικού πνεύματος σαν κάτι πού δεν έχει ρίζες πουθενά και πού δεν μπορούμε να το αποδώσουμε σε καμιάν αίτια. οι ανθρωπολόγοι μάλιστα προσπαθούνε να μας μεταφέρουνε με το στανιό πίσω σέ κείνα τ’ άγρια δάση οπού έχει την προέλευσή του κάθε τι το ανθρώπινο και να μας πείσουν πώς εκεί γεννήθηκε και κάθε τι το Ελληνικό.
Μ’ άλλο είναι ο σπόρος και άλλο το λουλούδι.
Η τραγωδία, λένε, τι άλλο είναι παρά συνέχεια πρωτόγονων ιεροτελεστιών χαμένων στα βάθη των αιώνων; Μα να είναι τάχα μόνον αυτό; Κανένας ως τώρα δεν πρόσφερε μίαν ιστορική γεφύρωση ανάμεσα σ’ εκείνες τις άγριες τελετές και στο συγκροτημένο οικοδόμημα τής πραγματικής Ελληνικής Τραγωδίας, ενώ υπάρχει αυτή η γέφυρα, και υπάρχει και η ερμηνεία. ’Αποφεύγουμε απλώς την ευθύνη παρουσιάζοντας την Τραγωδία σαν ένα θαύμα απρόσμενο. Η πνευματική και αισθητική δραστηριότης πού μέσα σ’ ελάχιστα χρόνια έκανε την ’Αττική εποχή να μην συγκρίνεται με καμιάν άλλη εποχή στην ιστορία δεν είναι ανεξήγητη…
Σήμερα όλοι συμφωνούμε πώς η Ελλάδα ανήκει στον κόσμο τον Αρχαίο. Κάθε φορά πού ο ιστορικός πάει να τραβήξει μια γραμμή ανάμεσα στον κόσμο τον παλιό και τον κόσμο τον καινούριο, τοποθετεί τούς «Έλληνες στον κόσμο τον παλιό, γιατί εκεί, λέει, ανήκουν.
Κι εκεί βέβαια ανήκουν χρονικά, αλλά, μονάχα από πλευράς αριθμήσεως τον αιώνων. Αν κοιτάξουμε βαθύτερα μέσα στον καθρέφτη του καιρού θα δούμε ευθύς τη διαφορά.
Αυτός ο «αρχαίος κόσμος» αλήθεια,—ως το σημείο, φυσικά, πού μπορούμε να τον αναπλάσουν —έχει παντού τα ίδια χαρακτηριστικά. στην Αίγυπτο, στην Κρήτη, στην Μεσοποταμία, όσο μπορούμε να μαντέψουμε απ’ τα θρύψαλα, ίδιες ήταν οι συνθήκες τής ζωής.
Ένας μονάρχης, δεσποτικός, πού κυβερνούσε το λαό του σύμφωνα με τα κέφια του και τα κρυφά του πάθη. «Ένας λαός κατατρεγμένος, υποταγμένος, εξαθλιωμένος. και μια μεγάλη ιερατική ομάδα προνομιούχων πού χειρίζεται αποκλειστικά κάθε τι με το πνεύμα και τη σκέψη.
Αυτός είναι ο τύπος ενός κράτους πού ακόμα και σήμερα ονομάζουμε Ασιατικό. Διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες χωρίς να χάση κανένα από τα χαρακτηριστικά του, και μονάχα στα τελευταία χρόνια παρουσιάζει, τουλάχιστον εξωτερικά, δείγματα προσπάθειας να συμμορφωθεί προς τίς επιταγές τού σύγχρονου πολιτισμού.
Μα κατά βάθος η Ανατολή ποτέ της δεν αλλάζει. Από τ’ αρχαία χρόνια ως σήμερα στάθηκε πάντα φοβισμένη και διατακτική σέ κάθε εξέλιξη και σέ κάθε γόνιμη αλλαγή.
Πως να σύνδεσης λοιπόν τούς Έλληνες με μια τέτοια νοοτροπία;
Οι Έλληνες φτιάξανε κάτι εντελώς νέο και πρωτότυπο.
Ήταν οι πρώτοι Δυτικοί, οι δημιουργοί μιας νοοτροπίας πού σήμερα είναι πια η δική μας.
Αυτή ήταν η βασική Ελληνική συνεισφορά κι’ αυτή είναι και σήμερα η θέση τής Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο μας.
Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την Ρώμη.
Δεν ήταν βέβαια υποταγμένη, η Ρώμη, στο πνεύμα το ανατολικό κι ήταν φορές πού άνθρωποι υπεύθυνοι επαναστατούσαν και θεωρούσαν ανόητους τούς διαλογισμούς των σοφών τής Ανατολής. «Τί έστιν αλήθεια;» ρώτησε με περιφρόνηση ο Πιλάτος.
Αλλά εξίσου απομακρυσμένη ήταν η Ρώμη κι από το πνεύμα. το Ελληνικό. Οι επιστήμες,—τα μαθηματικά, η φιλοσοφία,— η αέναη έρευνα των μυστικών του κόσμου και των τρόπων με τούς όποιους πορεύεται,—σταμάτησαν επι αιώνες όταν η ηγεσία πέρασε από τούς Έλληνες στους Ρωμαίους.
Η δήθεν Ελληνορωμαϊκή «κλασσική παράδοση» στην οποία συχνά αναφερόμαστε και στην, οποία αποδίδουμε τα ίδια χαρακτηριστικά είναι μια ψευδαίσθηση. η Αθήνα και η Ρώμη είχαν ελάχιστα κοινά σημεία μεταξύ τους.
Εκείνο πού διακρίνει τον σύγχρονο κόσμο μας απ’ τον παλιό και πού χωρίζει τη Δύση από την Ανατολή είναι η υπεροχή του νου στις σχέσεις των ανθρώπων, κι αυτό στην Ελλάδα μόνο γεννήθηκε και ανάμεσα στους Έλληνες μόνον διατηρήθηκε, απ’ όλους τούς λαούς τού αρχαίου κόσμου. Σέ μια ανθρωπότητα όπου επικρατούσε ο παραλογισμός, αυτοί ήταν οι πρωτοπόροι τού λόγου, οι πρώτοι αληθινά πνευματικοί άνθρωποι πού φάνηκαν στη γη.
Μας είναι δύσκολο σήμερα να συλλάβουμε τι μεγάλη σημασία είχε αυτή η καινοτομία.
Ο κόσμος μες στον όποιο ζούμε μας φαίνεται κάπως λογικός και καταληπτός, κι έχουμε πια ένα πλήθος συγκεκριμένα στοιχεία για το κάθε τι πού μας τριγυρίζει.
Τώρα πού βρήκαμε τον τρόπο να εντάσσουμε τις τρομακτικές φυσικές δυνάμεις στην εξυπηρέτηση δικών μας σκοπών η κυριότερη προσπάθειά μας είναι να εντείνουμε την επικυριαρχία μας πάνω στον υλικό κόσμο.
Δεν πλανιόμαστε πάνω απ’ την γη με τα φτερά τής φαντασίας, ούτε βυθιζόμαστε μέσα στον εσωτερικό μας κόσμο με τα μάτια τής ψυχής. Παρατηρούμε απλώς τι γίνεται γύρω μας και βγάζουμε τα συμπεράσματά μας με το μέσο τής λογικής.
Η δραστηριότης μας είναι κυρίως νοητική. η κοινωνία μέσα την όποια ζούμε είναι μια κοινωνία βασισμένη στη λογική. τα συναισθήματα και τα δράματα έχουν τη θέση τους μονάχα όταν εναρμονίζονται προς τα έλλογο αυτό κοινωνικό μας πλέγμα.
Μα δεν ήταν τέτοιος ο κόσμος μέσα στον οποίο πρωτοβρέθηκαν οι Αρχαίοι Έλληνες. Ακόμα και σήμερα αυτά πού λέμε για τον κόσμο μας εφαρμόζονται μονάχα σ’ ένα περιορισμένο γεωγραφικό χώρο και δεν περιλαμβάνουν τις απέραντες εκτάσεις και τούς απειράριθμους πληθυσμούς τής ’Ανατολής.
Εκεί ισχύει αυτό πού ίσχυε πάντα, η υπεροχή του ψυχικού στοιχείου. Ότι δεν συμβαίνει μέσα στον άνθρωπο θεωρείται ασήμαντο και ανάξιο τής προσοχής των αληθινά σοφών. Η παρατηρητικό της για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, για τα πραγματικά περιστατικά τού έξω κόσμου, δεν εκτιμάται στην Ανατολή.
Ο κόσμος, λοιπόν, μέσα στον όποιο πρωτοεμφανίστηκε η Ελλάς ήταν ένας κόσμος όπου ο νους είχε την τελευταία θέση. Ότι άξιζε και ότι επικρατούσε ως τότε ήταν το άγνωστο, το απύθμενο, κείνο πού βλέπει μόνο η ψυχή.
Αλλά τον ψυχικό κόσμο δεν τον βλέπει κανένας, ούτε τον ακούει, ούτε τον αγγίζει. τον ζει μονάχα, κι ούτε τον μοιράζεται με τον άλλον. Ίσως οι άγιοι η οι ήρωες να μπορούν να τον αποδώσουνε μ’ ένα λόγο η με ένα τραγούδι, η με μια ζωγραφιά, κι αυτό μονάχα αν είναι οι ίδιοι καλλιτέχνες.
Νους και ψυχή μαζί είναι ότι μας διακρίνουν απ’ τον άλλον κόσμο, τον ζωικό. Αυτά είναι πού δίνουν στον άνθρωπο την δυνατότητα να μάθει την Αλήθεια, μα και να πεθάνει για χάρη της. Δύσκολα χωρίζονται και δύσκολα απομονώνονται, γιατί και τα δυο μαζί είναι εκείνα πού (για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα) «δίνουν στο άμορφο μορφή».
Edith Hamilton
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου