Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Ο ακοντισμός στην Αρχαία Ελλάδα


Koιτάζοντας ένα ακόντιο, βλέπει κανείς την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, αφού ήταν απο τα πρώτα όπλα που χρησιμοποίησε ο πρωτόγονος άνθρωπος για την επιβίωση του. Απο το κομμάτι ξύλου βέβαια μέχρι τα σημερινά αεροδυναμικού σχήματος ακόντια, οι παρεμβάσεις και εξελίξεις σε αυτό ήταν πολλές ανα τους αιώνες.

Όταν οι άνθρωποι οργανώθηκαν κοινωνικά και θα αναφερθούμε συγκεκριμένα στην αρχαία Ελλάδα, η ανάγκη για αντοχή και επιδεξιότητα, εξελίχθηκε σε καιρούς ειρήνης σε αγωνιστική ευγενή άμιλλα. Oι αρχαίοι ακοντιστές φρόντιζαν να ασκούνται συχνά στην ρίψη ακοντίου, μια και αυτό αποτελούσε το βασικό επιθετικό τους όπλο. Το ακόντιο, που προέρχεται απο την αρχαία ελληνική λέξη «άκων», εκτός του πολέμου και των αγωνισμάτων χρησίμευε και στο κυνήγι.

Το ακόντιο είναι ένα όργανο που ακόμα και σήμερα, οι όποιες αλλαγές του ανέμου το επηρεάζουν. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε λοιπόν οτι σε μια επίθεση ακοντιστών σε μάχη, σίγουρα θα έπαιρναν υπ όψιν την φορά του ανέμου, αφού τα μικρά και ελαφριά ακόντια που είχαν, δεν θα μπορούσαν να φτάσουν την επιθυμητή απόσταση. Επίσης ένας άλλος παράγοντας πιθανών απωλειών θα ήταν και ο αυτοτραυματισμός. Οι δυνάμεις που ασκούνται στον ώμο και τον αγκώνα του ακοντιστή είναι μεγάλες.

Το χέρι τεντώνει πίσω και γυρίζει εμπρός και επάνω που μαζί με το γύρισμα της μέσης για την εκτόξευση, παίρνει κλίση επιβαρυντική για τους μύες που προκαλεί σοβαρούς τραυματισμούς. Έχει υπολογιστεί απο Γερμανό προπονητή οτι η ταχύτητα την οποία αναπτύσσει ένα ακόντιο μετά την εκτόξευση φτάνει μέχρι τα 115χλμ την ώρα(για άνδρες είναι περίπου 32m/sec x 3.6m μέχρι την προσγείωση)! Η Ιλιάδα αποτελεί το πρώτο γραπτό ελληνικό κείμενο με γενική περιγραφή κακώσεων των άνω άκρων, απο τις οποίες οι περισσότερες είναι στην ζώνη του ώμου!

Πληροφοριακά ο κάτοχος του παγκόσμιου ρεκόρ μέχρι σήμερα είναι ο Τσέχος Jan Zelezny, που το το 1996 έκανε βολή στα 98.48 μ! Αυτό το ρεκόρ όμως είναι με τις τελευταίες παρεμβάσεις στο ακόντιο, γιατί ενώ η τεχνολογία βοηθάει στην αύξηση των επιδόσεων, εδώ συνέβει το αντίθετο. Το 1984 ο Ανατολικογερμανός ακοντιστής Uwe Hohn έκανε επίδοση στα 104.80μ! Αποφασίστηκε οτι η βελτίωση της συμπεριφοράς του ακοντίου, μαζί με άλλους παράγοντες, έθετε σε κίνδυνο την ζωή των θεατών, έτσι έγινε παρέμβαση στην μετατόπιση του κέντρου βάρους του ακοντίου κατά 4cm,κάτι το οποίο περιόρισε τις επιδόσεις κατα 15 με 20 m!

Οι Έλληνες σίγουρα είχαν την καλύτερη τεχνική ρίψης, αφού αυτή επικράτησε μέχρι σήμερα και δεν διαφέρει σε πολλά σημεία απο τον βασικό σημερινό τρόπο ρίψης, απλά έχει προσαρμοστεί στα σύγχρονα ακόντια και τις βελτιωτικές κινήσεις των αθλητών. Ο ακοντισμός, εκτός απο μεμονωμένο άθλημα, ήταν και ένα απο τα αγωνίσματα του πεντάθλου και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στους Ολυμπιακούς αγώνες το 708 πχ. Τα είδη ρίψης ακοντίου ήταν ο εκηβόλος ακοντισμός, η ρίψη δηλαδή του ακοντίου σε μήκος και ο στοχαστικός, η ρίψη σε στόχο που επικράτησε να γίνεται με άλογα και λεγόταν έφιππος στοχαστικός ακοντισμός.

Τα ακόντια που χρησιμοποιούσαν ήταν βέργες στο ύψος των αθλητών, περίπου στο 1.70εκ, διαμέτρου 3.5 εκ. αλλά χρησιμοποιούσαν και κοντύτερα που το μήκος τους έφτανε απο 1.20 με 1.35 και θα πρέπει να ήταν ελαφρύτερα απο αυτά των πολεμιστών. Για την αποφυγή ατυχημάτων δεν χρησιμοποιούσαν συνήθως μεταλλική αιχμή και το ακόντιο αυτό λεγόταν αποτομεύς. Για να έχει όμως σταθερή πορεία στην βολή και να πέφτει με την μύτη, προσάρμοζαν ένα έρμα, δηλαδή ένα πρόσθετο βάρος σαν μεταλλικό δαχτυλίδι.

Η βασική διαφορά απο τα σημερινά ακόντια ήταν η αγκύλη, μια λωρίδα δέρματος προσαρμοσμένη στο κέντρο βάρους του ακοντίου με μήκος περίπου στα 40εκ. Αυτή την χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι αλλά και στον πόλεμο. Παραμένει ερώτημα αν ήταν δεμένη πάνω στο ακόντιο, όπως στις περιπτώσεις πολέμου και κυνηγιού και έφευγε μαζί του η έμενε στο χέρι του αθλητή μετά την εκτίναξη. Τα ακόντια αυτά λέγονταν μεσάγκυλα και ο κόμβος της αγκύλης άμμα ή έναμμα.



Η χρήση της αγκύλης φαίνεται οτι βοηθούσε στην αύξηση της δύναμης της ρίψης και έκανε πιο ασφαλή και άνετη την λαβή και έδινε στο ακόντιο μια περιστροφική κίνηση γύρω απο τον άξονα του, που του έδινε μια σταθερή πορεία και το βοηθούσε να διανύσει μεγαλύτερη απόσταση.

Η ρίψη του ακοντίου στον εκηβόλο ακοντισμό, γινόταν απο ένα σταθερό σημείο που ονομαζόταν βαλβίς και το οποίο απαγορευόταν να ξεπεράσει, η δε βολή για να είναι έγκυρη έπρεπε να πέσει μέσα στην περιοχή που οριζόταν απο τρείς πλευρές(σαν ι_ι) και ήταν άκυρη άν έβγαινε έξω απο αυτές, οτι ισχύει δηλαδή σήμερα με τον τομέα ρίψης που αλλάζει μόνο στις μετρήσεις και το σχήμα! Ο αθλητής έδενε την αγκύλη, έβαζε τον δείκτη και το μεσαίο δάκτυλο σε αυτήν και με τα άλλα τρία κρατούσε το ακόντιο.  Πρίν ξεκινήσει την φορά του, τέντωνε το δεξί χέρι προς τα πίσω και έσπρωνε με το αριστερό το ακόντιο για να σφίξει την αγκύλη.

Κρατώντας το ακόντιο κοντά στο κεφάλι ξεκινούσε το τρέξιμο (πιθανόν γύρω στα 10 m) και πρίν την βαλβίδα έστρεφε σώμα και κεφάλι προς τα δεξιά, τεντώνοντας συγχρόνως το δεξί χέρι προς τα πίσω, σχηματίζοντας με το ακόντιο μια γωνία περίπου 45 μοιρών. Κάνοντας ένα σταυρωτό βήμα έφερνε το δεξί πόδι πάνω απο το αριστερό, λύγιζε ελαφρά τα γόνατα και μετά τέντωνε το αριστερό πόδι μπροστά, έκοβε την φόρα της κίνησης και εκτίναζε το ακόντιο πάνω απο το κεφάλι του, τεχνική που χρησιμοποιείται και σήμερα, με επιπλέον πρόσθεση σταυρωτών βημάτων.

Κατά την εκτίναξη του ακοντίου ο αθλητής τραβούσε την αγκύλη, η οποία ξετυλιγόταν δίνοντας στο ακόντιο μια περιστροφική κίνηση (σαν σβούρα)! Η τεχνική αυτή εφαρμοζόταν και στα ακόντια των κυνηγών και στα ελαφρά κοντά πολεμικά ακόντια, τα οποία δεν είχαν σαυρωτήρα αλλά μόνο αιχμή.



Ο στοχαστικός ακοντισμός επικράτησε να γίνεται με έφιππους ακοντιστές. Σε αυτό το αγώνισμα το άλογο κάλπαζε ενώ ο αναβάτης έπρεπε να ρίξει το ακόντιο σε στόχο, φτάνοντας σε συγκεκριμένη απόσταση απο αυτόν. Ο στόχος συνήθως ήταν μια ασπίδα στερεωμένη σε κοντάρι και ο αναβάτης έπρεπε να συντονίσει την κίνηση του χεριού του με τον καλπασμό του αλόγου, ο οποίος επηρέαζε την σταθερότητα και τις κινήσεις του αναβάτη. Εδώ το ακόντιο έφερε αιχμή για να καρφώνεται στον στόχο.

Στούς ιππείς το δόρυ ήταν μικρού μήκους και βάσει παραστάσεων σε αγγεία έφερε σαυρωτήρα μακρύτερο του οπλιτικού δόρατος. Συνήθως ήταν φτιαγμένα απο ξύλο κρανιάς.

Υπήρχε επίσης το παλτό (απο το ρήμα πάλλω) είδος ελαφρού ακοντίου ή δόρατος που χρησιμοποιούσαν οι ιππείς (ο Ξενοφών αναφέρεται σε Αθηναίους ιππείς που τους προτρέπει να φέρουν δύο παλτά) αλλά κυρίως οι Πέρσες.

Επίσης αναφέρεται η ιππική σάρισα, που είχε μήκος μικρότερο της σάρισας για να είναι ευχερής ο χειρισμός της με ένα χέρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου