Μια σύντομη επισκόπηση των ψυχικών εξαρτήσεων του νεοβυζαντινισμού.
«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» είναι μια από τις γνωστότερες διαπιστώσεις της χριστιανικής θρησκείας. Δίπλα σε άλλες εξ ίσου γνωστές, όπως «μακάριοι οι μή ιδόντες και πιστεύοντες», ή παραινέσεις όπως «πίστευε και μή ερεύνα» κ.ά. συμβάλλει στη σύνθεση μιας ολοκληρωμένης αντίληψης περί ανθρώπου και στη δημιουργία ενός συγκεκριμένου ανθρωπότυπου.
Ο ανθρωπότυπος αυτός χαρακτηρίζεται από την δια βίου εμμονή στην επίτευξη τής αποκλειστικά προσωπικής του ψυχικής «σωτηρίας» (παραμένει αδιευκρίνιστο από τί, αν και έχουν περάσει δεκαεννέα αιώνες χριστιανικής θεολογίας). Σύμφωνα με τις προηγούμενες ρήσεις, για την «σωτηρία» αυτή δεν απαιτείται καμιάς μορφής προσωπική, ή συλλογική αναζήτηση, αντιθέτως θεωρείται, ότι η τελευταία επενεργεί ανασταλτικά στην όλη προσπάθεια. Υπάρχει λοιπόν στον χριστιανισμό μια θεμελιώδης «αλήθεια» της ιδιωτείας και, άρα, μια επακόλουθη -και διακηρυγμένη- ροπή προς την βλακεία.
Σήμερα υπάρχουν περιοχές του πλανήτη, όπου ο θεοκρατούμενος μεσαιωνικός ανθρωπότυπος έχει υποχωρήσει. Πρόκειται κατά κανόνα για τις χώρες, όπου έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Υπάρχουν όμως και πολλές περιοχές, όπου ο μεσαιωνικός ανθρωπότυπος μέχρι πρόσφατα είχε εξωτερικά μόνον απομεσαιωνοποιηθεί. Σε αυτές, τα σημεία αναφοράς του μεσαιωνικού ανθρωπότυπου παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα, παρά τον επιφανειακό εκσυγχρονισμό, με τον οποίο οι εν λόγω κοινωνίες έχουν επενδυθεί. Από αυτή την άποψη ο μεσαιωνικός ανθρωπότυπος έχει επιβιώσει με αξιοθαύμαστο τρόπο στην νεώτερη Ελλάδα.
Πώς μια μεσαιωνοποιημένη κοινωνία εγκλωβίζεται σε καθεστώς γενικευμένης βλακοκρατίας:
Η νεοελληνική περίπτωση
Η μετεπαναστατική Ελληνική κοινωνία βρέθηκε ξανά αντιμέτωπη με το ίδιο περίπου δίλημμα, που είχε βρεθεί αμέσως προ της τουρκοκρατίας η «βυζαντινή» πρόγονός της: να ακολουθήσει την εξορθολογιζόμενη, αναγεννημένη και δυναμικά ανερχόμενη Δυτική Ευρώπη, που επί πλέον αποτελούσε και την -πλησιέστερη- κληρονόμο του αρχαίου Ελληνικού ορθολογισμού, ή να παραμείνει προσκολλημένη σ' ένα μεσαιωνικό βυζαντινισμό και να αγκιστρωθεί πεισματικά από τον επίσημο ιδεολογικό φορέα του, δηλαδή την Ανατολικορθόδοξη Εκκλησία; Οι όροι του διλήμματος ελάχιστα είχαν αναδιατυπωθεί από την εποχή της πτώσης της Κωνσταντινούπολης.
Οι βυζαντινές εξουσιαστικές ομάδες, που είχαν παραδώσει το «Βυζάντιο» στους Οθωμανούς, δηλαδή οι φεουδάρχες (μετέπειτα κοτσαμπασήδες), οι διοικητικοί γραφειοκράτες (μετέπειτα «φαναριώτες») και η Ορθόδοξη Εκκλησία, είχαν αποσπάσει σαν αντάλλαγμα το να παραμείνουν οι τοποτηρητές του νέου Οθωμανικού καθεστώτος (βλ.: ΕΚΚΛΗΣΙΑ-ΦΕΟΥΔΑΡΧΕΣ ΕΠΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΜΕΘΟΔΕΥΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ.)
Διαρκούσης της Επανάστασης και ενώ στα μετόπισθεν οι κοτσαμπασήδες καιροσκοπούσαν και οι φαναριώτες μηχανορραφούσαν, η Ορθόδοξη Εκκλησία επιχείρησε να σύρει για άλλη μια φορά σιδηροδέσμιο το Νεοελληνικό έθνος στους Οθωμανούς, όπως είχε κάνει το 1.453. Προ αυτού του σκοπού μετήλθε κάθε μέσου, από αφορισμούς επαναστατών (βλ. Ο αφορισμός της Επανάστασης του 1821 από την Εκκλησία), ή της Επανάστασης εν γένει (βλ. Ο αφορισμός της Επανάστασης του 1821 από την Εκκλησία), διώξεις Διαφωτιστών διανοουμένων (βλ. H IEΡΑ ΕΞΕΤΑΣΗ TΟY ΓΡΗΓΟΡΙΟY Ε΄), καταδόσεις αγωνιστών (π.χ. των Κολοκοτρωναίων) στους Τούρκους κ.ά. (Διαβάστε επίσης και κατεβάστε δωρεάν το βιβλίο: Τα υβριστικά κατά των Ελλήνων επίσημα κείμενα της Ορθοδοξίας.) Μετεπαναστατικά εξακολούθησε να καλεί τους απελευθερωμένους σε... επιστροφή στην Οθωμανική αυτοκρατορία, με την υπόσχεση μάλιστα πως θα εξασφάλιζε την ...; αμνήστευσή τους (βλ. Πατριάρχης θα υποκινούσε εμφύλιο στην Ελλάδα.)
Για τον μεσαιωνισμό, πρώτη προτεραιότητα είναι η επιβίωσή του εις βάρος τής κοινωνίας. Ενώ για μια υγιή κοινωνία η πολιτισμική ανέλιξη ταυτίζεται με τη ζωή και η στασιμότητα με τον θάνατο, για τον μεσαιωνισμό ισχύει το αντίθετο. Οι μεσαιωνικές θεοκρατίες ως κάτοχοι της απόλυτης και αμετακίνητης αλήθειας, ευνοούν την εγκαθίδρυση καθεστώτων μιας εξίσου απόλυτης και αμετακίνητης πολιτισμικής στασιμότητας. Η στασιμότητα έχει ως ζωτική προϋπόθεση τη διαιώνιση της διανοητικής καθυστέρησης και αντιστρόφως. Οι καιροί όμως είχαν αλλάξει. Το 1.828 δεν ήταν 1.453. Αλλά, αν το ποτάμι δεν γύριζε πίσω, μπορούσε πάντως να εκτραπεί. Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, ο βυζαντινός μεσαιωνισμός αντιπάλεψε με τους εκπροσώπους του νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Η πάλη αφορούσε τον δρόμο, που θα έπαιρνε η αναγεννημένη χώρα. Θα επιδίωκε να γίνει μια σύγχρονη δυτική κοινωνία (με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της), ή θα πισωγύριζε σε μια νεοβυζαντινού τύπου κοινωνία με κάποια επιφανειακά χαρακτηριστικά σύγχρονου κράτους; Η πάλη διεξήχθη σε πολλά πεδία: στις ακαδημαϊκές αναμετρήσεις στο Πανεπιστήμιο, στον τύπο της εποχής, στις δικαστικές αίθουσες με τις διώξεις υποστηρικτών του διαφωτιστικού πνεύματος αλλά, πάνω απ' όλα στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και στη δεισιδαιμονία του πρόσφατα απελευθερωμένου (ή «απελευθερωμένου») λαού (βλ. Η χαμένη μάχη του νεοελληνικού Διαφωτισμού (1828-1870) ΠΩΣ ΠΑΡΑΜΕΙΝΑΜΕ ΦΑΣΚΙΩΜΕΝΟΙ ΣΤΗ «ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΜΙΑ».)
Παράλληλα, στη δεκαετία του 1.830, έχουμε και τη δημιουργία του παρακράτους, το οποίο στήθηκε με τη συνεργασία εκκλησίας και «ομόθρησκων» τσαρικών πρακτόρων (βλ.: Το παραμύθι Τρομοκρατία), και το οποίο, σαν γάγγραινα, εισέδυσε βαθμιαία στο «επίσημο» κράτος, σε βαθμό που να μην διακρίνονται πλέον το ένα από το άλλο.
Όπως και το 1.453, έτσι και γύρω στο 1.870, είχε επικρατήσει ξανά το δεύτερο σενάριο. Η πορεία προς τον εκσυγχρονισμό και την αποβυζαντινοποίηση της Ελληνικής κοινωνίας είχε εγκαταλειφθεί. Το «επίσημο» κράτος είχε αλωθεί από το μεσαιωνικό (νεοβυζαντινό) παρακράτος. Παντού, σχεδόν, είχαν προωθηθεί «ημέτεροι», προσκείμενοι στους κοτσαμπασήδες και στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η πνευματική κίνηση ελεγχόταν άμεσα από την τελευταία. Το οξύμωρο και ανιστόρητο μιας ελληνοχριστιανικής πολιτισμικής και ιστορικής ζεύξης, προβλήθηκε και εδραιώθηκε ως επίσημη εθνική ιδεολογία. Τα ήθη ξαναμύρισαν έντονα «Βυζάντιο». Όλη η δημόσια ζωή, «επίσημη» και «ανεπίσημη», άρχισε έκτοτε να (ξανα)περιστρέφεται, σε μικρότερο, ή μεγαλύτερο βαθμό, γύρω από την πανταχού παρούσα και κρατικοδίαιτη Εκκλησία αλλά και από τους κοτσαμπασήδες και πολιτικάντηδες (πρώην «φαναριώτες») που την «σιγοντάρουν», έχοντας εμπιστευθεί τα συμφέροντά τους στον χειραγωγητικό κοινωνικό της ρόλο.
Οι δύο τελευταίες εξουσιαστικές ομάδες μετασχηματίστηκαν ιστορικώς για άλλη μια φορά στο «ελεύθερο» νεοελληνικό κράτος: οι χαμερπείς πρώην φαναριώτες αποτέλεσαν την πρώτη ύλη των -εξίσου χαμερπών- νεοελλήνων πολιτικάντηδων (ανθρώπων με την αξιομνημόνευτη ικανότητα να φλυαρούν επί ώρες, χωρίς ωστόσο να λένε απολύτως τίποτα), ενώ οι πρώην βυζαντινοί φεουδάρχες και κοτσαμπασήδες της Τουρκοκρατίας μετασχηματίστηκαν σε μια ψευδοαστική τάξη εικονικών επιχειρηματιών και κατά φαντασίαν «βιομηχάνων», με πανομοιότυπη φεουδαρχική νοοτροπία και οικονομική συμπεριφορά (γνωστότερες -αλλά όχι μοναδικές- δραστηριότητες των οποίων αποτελούν η φοροδιαφυγή, το ξέπλυμα χρήματος).
Η ρωμαίικη παθογένεια αντικατοπτρίζεται στον πίνακα του Δ.Α. Μακρή με θέμα τη λιτανεία των κατοίκων για τη γιορτή του αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα (Μουσείο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας). Τεμάχιο πτώματος, το οποίο υποστηρίζεται, ότι είναι του αγίου Σπυρίδωνος, μεταφέρθηκε το 1.520 (12 αιώνες μετά!) από την Κωνσταντινούπολη, δόθηκε προίκα σε Κερκυραίο ευγενή κι αυτός το παρέδωσε στην Εκκλησία. Έκτοτε, τέσσερις φορές το χρόνο το θεωρούμενο ως θαυματουργό τεμάχιο του πτώματος το περιφέρουν με όλες τις δέουσες τιμές στους δρόμους της πόλης.
Η πολιτική ζωή, η σχολική εκπαίδευση, η εθνική οικονομία κ.λπ. έχουν την σφραγίδα του βυζαντινισμού και τής, άλλοτε κρυφής κι άλλοτε φανερής, παρέμβασης των ιδεολογικών, οικονομικών και πολιτικών φορέων του. Ακόμα και στους ελάχιστους τομείς της ζωής, όπου ενδεχομένως οι φορείς αυτοί δεν έχουν επεκταθεί, τα βυζαντινά ήθη έχουν επικρατήσει εξ αντανακλάσεως. Ένα τέτοιο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, το οποίο στηρίζει -και στηρίζεται από- μια μεσαιωνική κοσμοαντίληψη, η οποία έχει επιβάλλει παντού τους δικούς της συσχετισμούς δυνάμεων, δεν μπορεί παρά να είναι οπισθοδρομικό, μεσαιωνικό, «βυζαντινό». Δεν μπορεί να γίνει σύγχρονο, παρά μόνο στον βαθμό και στα σημεία, όπου ένας ενδεχόμενος εκσυγχρονισμός εξυπηρετεί ίσως και τη (νεο)βυζαντινή εξουσία.
Σήμερα έπειτα από ενάμισυ σχεδόν αιώνα κυριαρχίας του, ο βυζαντινισμός έχει κατανοήσει ότι, η παρουσία του και οι επεμβάσεις του δεν χρειάζεται να είναι πλέον προκλητικά ορατές και άμεσες, αφού εδώ και πολλές δεκαετίες έχει εγκαταστήσει επιδέξια στην κρατική μηχανή τον δικό του «αυτόματο πιλότο». Υπ' αυτή την έννοια η Ελλάδα δίνει την εντύπωση μιας καθ' όλα Δυτικής κοινωνίας. Είναι όμως;
Ένα τέτοιο σύστημα δεν μπορεί, παρά να προωθεί τους -πάντοτε εύκολα χειραγωγήσιμους- φελλούς στα πολιτειακά αξιώματα, να τοποθετεί «ημετέρους» σε θέσεις- κλειδιά του κρατικού μηχανισμού, να προβάλλει εντέχνως παντοειδή (οικονομικά και άλλα) προσκόμματα στην επιστημονική έρευνα, να στραγγαλίζει κάθε δημιουργική δύναμη αυτής της χώρας εν τη αναδύσει της.
Εκατομμύρια Έλληνες έχουν μεταναστεύσει εδώ και πάνω από εκατό χρόνια σε ανεπτυγμένες σήμερα χώρες. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν ανεπιθύμητοι στην πατρίδα τους γιατί, η τελευταία ήταν δήθεν «φτωχή» και δεν μπορούσε να τους προσφέρει ευκαιρίες. Στην πραγματικότητα η οικονομική δυσπραγία της «Ψωροκώσταινας» οφείλεται στην νεοβυζαντινή και βαθύτατα φεουδαρχούμενη οικονομική της συγκρότηση, παρά το εκσυγχρονιστικό επίχρισμα («μόστρα»), με το οποίο η τελευταία περιβάλλεται: «χρηματιστήριο», «επενδύσεις», «μάνατζερς», «εμβριθείς» οικονομικές αναλύσεις, είναι η σοβαροφανής πρόσοψη μιας εθνικής οικονομικής ζωής, η οποία, κατά φεουδαρχικότατο τρόπο, ελέγχεται από μερικές οικογένειες.
Η Ελληνική κοινωνία είναι, κατά πλήρως βυζαντινό τρόπο, μια two-classes society, στην οποία η μεσαία τάξη είναι από κάθε άποψη εξουδετερωμένη, αφού επιβιώνει υπό συνεχή κοινωνικοοικονομικό διωγμό και διαρκή κίνδυνο σύνθλιψης. Η δε κατώτερη τάξη είναι μεσαιωνικότατα αφημένη στην τύχη της (στην πραγματικότητα, αν οριοθετηθεί με τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αποκαρδιωτικά μεγαλύτερη απ΄ όσο την παρουσιάζουν τα παντελώς αναξιόπιστα και «μαγειρεμένα» επίσημα στοιχεία του νεοβυζαντινού κρατιδίου. Π.χ. σύμφωνα με στοιχεία της «Ναυτεμπορικής», 17/10/2007, στην Ελλάδα ένα τετραμελές νοικοκυριό θεωρείται, ότι βρίσκεται εντός των ορίων της φτώχειας όταν το ετήσιο εισόδημά του δεν υπερβαίνει τα ...; 8.955 ¬, έναντι 19.855 ¬ στη Γερμανία και 17.469 ¬ στην Ευρώπη των 15!).
Οι Έλληνες μετανάστες, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, διακρίθηκαν ακριβώς επειδή βρέθηκαν σε ένα ευνοϊκό, για την ευφυϊα τους και τις ικανότητές τους, περιβάλλον. Ενώ στην Ελλάδα παρατηρείται μια απαξίωση π.χ. της μόρφωσης και των μορφωμένων αλλά και των απλώς ικανών. Είναι γνωστό, ότι αν κάποιος επιχειρήσει να πορευθεί σε αυτή τη χώρα βασιζόμενος αποκλειστικά στα διανοητικά του προσόντα, χωρίς κομματικά ή εκκλησιαστικά «διαπιστευτήρια» (όπως δηλαδή γίνεται σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο εδώ και, τουλάχιστον, τριακόσια χρόνια), θεωρείται αφελής και «καμμένο χαρτί»: πολύ γρήγορα βρίσκεται υποχρεωμένος είτε να ακολουθήσει μια σισύφεια -και συχνά μοναχική- πορεία ζωής, είτε να φύγει στο εξωτερικό. Υψηλοτάτου επιπέδου και παγκοσμίου φήμης Έλληνες επιστήμονες αναγκάζονται να προσφέρουν τη διάνοιά τους σε άλλες χώρες, γιατί εδώ στην «πατρίδα» τους -ως φύσει και δυνάμει εχθροί της βλακοκρατίας- θεωρούνται άχρηστοι και επικίνδυνοι: «Η απλή παρουσία του ευφυούς ανθρώπου είναι κατά κανόνα, δια τον βλάκα, εις το έπακρον προκλητική.» (Ευάγγελος Λεμπέσης, «Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω», Αθήνα 1941, επανέκδοση: Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 1999).
Ο Νεοέλληνας παραμένει εσωστρεφής και «βυζαντινός».
Στη σημερινή Ελλάδα υπάρχει αντιθέτως άφθονος χώρος για τους εχθρούς της ευφυΐας. Παντός είδους συμπλεγματικοί ανίκανοι, κουτοπόνηροι και φιλύποπτοι αναπαράγουν -και αναπαράγονται μέσα από- ένα βυζαντινότροπο και πλήρως αποδεκτό κοινωνικά, εθιμικό δίκαιο «κλίκας». «Ο συνασπισμός των βλακών ενταύθα είναι μηχανική οργάνωσις βάσει της αρχής της "ελαχίστης προσπαθείας" προς αντιμετώπισην ισχυροτέρας δυνάμεως. Η οργάνωσις αύτη περιορισμένης εκτάσεως καλείται κοινωνιολογικώς κλίκα (clique). Η έμφυτος τάσις του βλακός, εξικνούμενη συχνότατα εις αληθήν μανίαν όπως ανήκη εις ισχυράς και όσον το δυνατόν περισσοτέρας πάσης φύσεως οργανώσεις, εξηγείται πρώτον μεν εκ της ευκολίας αγελοποιήσεως, εις ην μονίμως υπόκειται, λόγω ελλείψεως ατομικότητος (εξ ού και το μίσος του κατά του ατόμου και του ατομικισμού) [ ...;]
Αποτελεί δε η τάσις αύτη αμάχητον τεκμήριον περί του βαθμού της πνευματικής του αναπηρίας. Τοιουτοτρόπως δημιουργείται αυτόματος συρροή βλακών εις τας πάσης φύσεως οργανώσεις, αίτινες, εάν μεν είναι συμφεροντολογικαί, διατηρούν τουλάχιστον την σοβαρότητα των συμφερόντων των, εάν όμως είναι «πνευματικαί» περιέρχονται συν τω χρόνω εις πλήρην βλακοκρατίαν [ ...;]
Επόμενον είναι, κατόπιν τούτων, ότι όπως η λεγεών των βλακών ωθείται ακατανικήτως προς την αγέλην και προς τας πάσης φύσεως οργανώσεις, ούτω υφίσταται ακατανίκητον έλξιν από τας παντός είδους αγελαίας αντιατομικάς και ομαδιστικάς θεωρίας» [ ...;]
«Τούτων δεδομένων εξηγείται και η ατελεύτητος και αυστηροτάτη επιλογή βλακών εις τα ομαδικά συστήματα, η οποία, τη βοηθεία μιας πολιτικής βίας, κατοχυρούται και ως πολιτικόν και κοινωνικόν καθεστώς (4η Αυγούστου), τόσω μάλλον, όσω η ελευθερία της σκέψεως (χρήσιμος μόνον εις εκείνους, οίτινες διαθέτουν σκέψιν), είναι μονίμως και εξόχως αντιπαθητική εις τους βλάκας, διότι ασκουμένη υπό των άλλων, στρέφεται εναντίον των, ιδία οσάκις ούτοι κατέχουν εξουσιαστικάς θέσεις, ή έχουν συνδέση συμφέροντα με τους κατέχοντες αυτάς»(Ε. Λεμπέσης, «Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω».) Κλίκες οικονομικές, κομματικές, κ.ά. αποτελούν, ως γνωστόν, την μάστιγα της χώρας.
Μέσα από τις στήλες της σατιρικής εβδομαδιαίας εφημερίδας «Ασμοδαίος» ο Εμμ. Ροΐδης ασκούσε κριτική στην παθογένεια της «Ψωροκώσταινας» (θεοκρατία, πολιτικά πάθη, οικονομική δυσπραγία κ.τ.λ.). Εξ αιτίας της σφοδρής αντίδρασης του πολιτικοθρησκευτικού κατεστημένου μετά από 78 φύλλα η εφημερίδα υποχρεώθηκε σε αναστολή της έκδοσής της. Ξανάνοιξε μετά από τέσσερα χρόνια, αλλά οι αντιδράσεις συνεχίσθηκαν, οπότε ο εκδότης της Θέμος Άννινος προτίμησε την οριστική διακοπή της κυκλοφορίας της αντί του συμβιβασμού.
Το πόσο συχνά επισκέπτεται ο σημερινός Έλληνας το ναό της ενορίας του, ή άλλον, το εάν τηρεί ολόκληρη την προ του Πάσχα σαρανταήμερη νηστεία, το εάν συμμορφώνεται με την σαφέστατη χριστιανική απαγόρευση περί προγαμιαίων σεξουαλικών σχέσεων, δεν έχει απολύτως καμμία σημασία. Πρόκειται απλώς για την «φονταμενταλιστική» επιφάνεια του ζητήματος. Επί της ουσίας, ο φιλοτομαρισμός της προσωπικής «σωτηρίας» έχει δώσει τη θέση του σε αυτόν της προσωπικής ...; ησυχίας. Ο νεοέλληνας θέλει «να τον αφήνουν στην ησυχία του», «να μην του χαλάνε την ησυχία του». Μπορεί, μπροστά στα μάτια του, να ετοιμάζονται να αδικήσουν (υπονομεύσουν, παγιδεύσουν, «ρουφιανέψουν» κλπ.) τον διπλανόν του αλλά, αυτός δεν θέλει να «ανακατευτεί», δεν θέλει να «μπλέξει», δεν θέλει «να βρει τον μπελά του». Αν όμως αύριο αδικήσουν τον ίδιο, θα καταριέται την «τύχη» του, θα κλαψουρίζει, ότι «κανείς δεν βρέθηκε να τον βοηθήσει» και, ότι τον «πούλησαν αυτοί που του όφειλαν».
Ανασφαλής, υποπτεύεται προκαταβολικά τους πάντες, ακόμα και την σκιά του και γι' αυτό δεν θα απαντήσει με ειλικρίνεια ούτε καν σε απλές αναγνωριστικές ερωτήσεις. Γιατί «δεν ξέρει από πού μπορεί να του τη φέρουν», πιστεύει, ότι «από παντού μπορεί να του 'ρθει» και θεωρεί, ότι «καλό είναι να φυλάγεται κανείς». Αν όμως ανακαλύψει, ότι ούτε οι άλλοι του είπαν όλη την αλήθεια για αυτούς, θα τους αποκαλέσει καχύποπτους και αναξιόπιστους. «Ο βλάξ, ως πλησιέστερος προς το ζωικόν βασίλειον, έχει την ένστικτον καχυποψίαν ούτω ανεπτυγμένην, ώστε ν' αδυνατή να διαγνώση, ή να εννοήση συλλογισμούς και λογικούς υπολογισμούς του ευφυούς, βασιζομένους όχι εις το ένστικτον αλλά εις την διάνοιαν. Άοπλος και ανυπεράσπιστος έναντι των ψυχρών υπολογισμών της ξένης διανοίας, ής ο μηχανισμός τυγχάνει εις αυτόν νοητικώς απροσπέλαστος, μιαν μόνην άμυναν διαθέτει, ακριβώς όπως το ζώον και ο πρωτόγονος άνθρωπος: την ένστικτον καχυποψίαν (ούτω εξηγείται και η φυσική και πνευματική κατωτερότης των λαών, οίτινες εμπνέονται βασικώς υπό της καχυποψίας -ήν αυταρέσκως εκλαμβάνουν ως «ευφυίαν»- έναντι των ευρωπαίων [σ.σ. τους υποτιμητικώς αναφερόμενους και ως «κουτόφραγκους»] οίτινες ουδεμίαν ανάγκην έχουν αυτής, ως αντιλαμβανόμενοι νοητικώς τον κόσμον. Εκ τούτων επίσης φαίνεται σαφώς, ότι η καχυποψία και η απότοκος αυτής πονηρία είναι ακριβώς το αντίθετον της ευφυίας»(«Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω»).
Κρυψίνους, δεν θα πει ποτέ ξεκάθαρα τι θέλει, ή τί προσδοκά, αλλά θα κάνει ένα σωρό πλάγιες ερωτήσεις (θα «ψαρέψει») προκειμένου να πάρει τις πληροφορίες, που θα του φανούν χρήσιμες για τις -συνήθως συμφεροντολογικές- επιδιώξεις του.
Κομπλεξικός, με ανύπαρκτη αυτοεκτίμηση, αλλά και ύπουλος, θα γλύψει, θα λυγίσει τη μέση του, θα «καρφώσει», θα μηχανορραφήσει κ.λπ. προκειμένου να υποσκελίσει ικανότερούς του και να πάρει μια θεσούλα έστω και ελάχιστης εξουσίας, ώστε να εκτονώνει σε υφισταμένους, ή άσχετους, το απωθημένο «νταηλίκι» του.
Αξιοθρήνητο έρμαιο, δείχνει προς όσους του «τάζουν» -πολιτικούς κ.ά.- μια ευπιστία δυσανάλογα μεγάλη, σε σχέση με την καθημερινή κουτοπονηριά, που επιφυλάσσει για τους «κοινούς θνητούς» (είτε για να τους βάλει μια οικονομική τρικλοποδιά -π.χ. να τους γελάσει στο «ζύγι»- είτε για να τους κλέψει μια θέση στάθμευσης).
Κακομαθημένος και αντικοινωνικός, δεν έχει καμία αίσθηση της έννοιας του κοινόχρηστου χώρου και θα ανάψει το τσιγαράκι του ακριβώς κάτω από την πινακίδα με την ευγενικά διατυπωμένη απαγόρευση (προφανώς εκλαμβάνει όχι μόνο την ελευθερία ως ασυδοσία, αλλά και την ευγένεια ως ένδειξη αδυναμίας ...; ). Το ίδιο αντικοινωνικός, θα οδηγεί συχνά σαν κοινός δολοφόνος, πληρώνοντας έναν από τους παγκοσμίως μεγαλύτερους «τροχαίους φόρους» αίματος.
Παντελώς ασήμαντος ως προσωπικότητα, θα ζήσει μια ετοιματζίδικη ζωή, όπως την εννοεί το κοπάδι κι όχι όπως ίσως θα την ήθελε αυτός, αν έψαχνε -λίγο- μόνος του. Θα φτάσει ακόμα και να δανειστεί, για να τη γεμίσει με έναν σωρό αντικείμενα επίδειξης. Τον απασχολεί «να δείξει στη γειτονιά» και όχι η ουσία και οι πραγματικές ανάγκες του.
Καυχάται για την ομορφιά, όχι τη δική του αλλά ...; της χώρας του, ενώ ρυπαίνει τους δρόμους της, τις εξοχές της, τις θάλασσές της κ.λπ.. Γνήσιος ιδιώτης (idiot), θα προσπαθήσει να φτιάξει ένα νεόπλουτο και εξωφρενικά κακόγουστο («κιτς») σπίτι, αδιαφορώντας για το ότι κατά τα άλλα, ζει σε μια από τις πιο βρώμικες και περιβαλλοντικά υποβαθμισμένες χώρες του πλανήτη.
Ανεξαρτήτως κομματικής προτίμησης, θα επιλέξει ως ακρογωνιαίο λίθο της ύπαρξής του το τρίπτυχο «θρησκεία-πατρίδα-οικογένεια». Σαν θρησκεία εννοεί φυσικά την Ορθοδοξία, την οποία (ακόμα κι αν είναι «προοδευτικός»), θεωρεί πολύτιμο προστατευτέο κομμάτι τής «παράδοσης», τού «έθνους» και τού «λαού». Η αντίληψή του περί πατρίδας πηγάζει είτε από το γήπεδο, όπου παραληρεί, ή καταποντίζεται «εθνικά» αναλόγως με τις επιδόσεις των εθνικών ομάδων (ή των αθλητικών Α.Ε. που «εκπροσωπούν» τη χώρα στις διάφορες διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις), είτε από το προπαγανδιστικό και γραφικό φολκλόρ, που διδάχθηκε στο σχολικό μάθημα της «ιστορίας». (Για την αυθεντική περί πατρίδας αντίληψη, όπως την αντιλαμβάνονταν οι αρχαίοι Έλληνες βλ.: «Η αθλιότητα της ιδεολογικοποίησης του πολέμου».)
Και σαν οικογένεια θεωρεί αυτό το ευνουχιστικό φυτώριο μαζικής παραγωγής ανεύθυνων υπάρξεων, που μένουν προσκολλημένες στους γονείς τους, τουλάχιστον, μέχρι να παντρευτούν -αλλά και πολύ μετά. (Ειδικά το ζήτημα με την Ελληνική οικογένεια είναι πολύ πιο περίπλοκο από όσο αρχικά δείχνει, αφού η νεοελληνική οικογένεια λειτουργεί σαν δεκανίκι μιας μεσαιωνικής οικονομίας: στον δυτικό κόσμο το άτομο άμα τη ενηλικιώσει του φεύγει από το πατρικό σπίτι και αναλαμβάνει την ευθύνη της ζωής του, ενώ στην Ελλάδα το να δοκιμάσει να πετάξει με τα δικά του φτερά ένας εικοσάχρονος ερμηνεύεται ως μια σπάνια ψυχική ανωμαλία, ή ως ότι τον έδιωξε η οικογένειά του από το σπίτι γιατί ...; δεν τον αγαπούσε. Αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα, π.χ. ο Γερμανός- Γερμανίδα, ή ο Αμερικανός- Αμερικανίδα στα είκοσι πέντε τους να είναι ψυχικά και οικονομικά πανέτοιμοι, ώστε να αναλάβουν όλες τις θεωρούμενες ως ευθύνες της ώριμης ζωής, ενώ ο νεοέλληνας - νεοελληνίδα στην ίδια, ή και σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία είναι βουτυρόπαιδα, που μένουν με την μαμά τους και τον μπαμπά τους και που δουλεύουν -αν δουλεύουν- απλώς για το «χαρτζηλίκι» τους. Φυσικά με τέτοιου είδους ανατροφή δεν είναι δυνατόν να διαπαιδαγωγηθούν πολίτες, οι οποίοι θα διεκδικήσουν δυναμικά από τους εργοδότες τους και από την κοινωνία, την αξιοπρέπεια που δικαιούνται).
Νομίζει ότι, είναι κοινωνικός αλλά, δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένας κενότατος δημοσιοσχεσίτης, συμφεροντολόγος και κόλακας. Ή ένας «πελάτης» κάποιου σύγχρονου νεοφαναριώτη πολιτικάντη.
Διεφθαρμένος, θα τα βάλει υποκριτικά με τους νεοφαναριώτες πολιτικούς, τους νεοκοτσαμπασήδες «επιχειρηματίες» και την Εκκλησία, που διαπλέκονται, «ξεπλένουν», «τζογάρουν» και «μιζάρουν» το δημόσιο χρήμα αλλά, ενδόμυχα συγχαίρει τους «μάγκες» και πονάει: πονάει πολύ που δεν είναι αυτός στη θέση τους για να κάνει τα ίδια.
Θα αγανακτήσει για την βυζαντινή αναξιοκρατία και αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα αλλά, θα τις διαιωνίσει χρησιμοποιώντας κάθε «μέσο» και «βύσμα», που διαθέτει για να «βολέψει» σε κάποια δημοσιοϋπαλληλική καρέκλα το ατάλαντο βλαστάρι του (φράζοντας εκ προθέσεως τον δρόμο σε κάποιον πραγματικά άξιο, που λόγω της επίγνωσης των ικανοτήτων του και της συνακόλουθης αυτοεκτίμησής του, δεν θέλει να φιλήσει «κατουρημένες ποδιές» για να επιβιώσει).
Υποκριτής, θα διαρρήξει τα ιμάτιά του σχετικά με τους διαδηλωτές, που «βεβηλώνουν» το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, αλλά θα κάνει βουβή «γαργάρα» το ότι τα οστά από τους τάφους των Σαλαμινομάχων ξεθάβονται και πετιούνται στα σκυλιά, για να οικοπεδοποιηθεί η αρχαιολογική περιοχή (και, ίσως, για να πάρει κι αυτός κανένα παραθαλάσσιο «φιλετάκι»). Θα καταπατήσει χαρακτηρισμένες δασικές περιοχές, ή θα φράξει την πρόσβαση στον αιγιαλό για να χτίσει και παράλληλα θα προκαλεί θρασύτατα διαμαρτυρόμενος, ότι τον «παρεξήγησαν» κι ότι απέκτησε νόμιμα τους συγκεκριμένους χώρους. Εξ ίσου υποκριτής θα εξανίσταται κατά των «κουκουλοφόρων» διαδηλωτών, ενώ θα προσποιηθεί πως δεν βλέπει το κουκουλοφόρο κράτος του, το οποίο κουκουλώνει (παραγράφει κλπ) τα σκάνδαλα των αξιωματούχων του, όπως η γάτα τα κόπρανά της.
Ξανά υποκριτής, θα «καταδικάσει» την βία, δήθεν «από όπου κι αν προέρχεται», αλλά θα μεροληπτεί κατά της αμυντικής βίας των νέων, προσπερνώντας αδιάφορα την γενεσιουργό εξουσιαστική βία (βλ. τις πανελλαδικές μαθητικές ταραχές του Δεκεμβρίου 2008. Διαβάστε: Ο δεκαεξάρης μέσα μου).
Για πολλοστή φορά υποκριτής, θα συναινέσει στην κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου (ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η ταλαιπωρημένη έννοια) αλλά θα προσπεράσει σφυρίζοντας αδιάφορα την βουλευτική ασυλία των διεφθαρμένων πολιτικάντηδών του (στην πραγματικότητα εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου).
Μηδενικό τού Σήμερα, κομπορρημονεί για το θεωρούμενο ως προγονικό παρελθόν του, ασχέτως αν συχνότατα δεν έχει περάσει ούτε απ' έξω από έναν αρχαιολογικό χώρο.
Ανεύθυνος, αν στριμωχτεί λίγο, σχετικά με την πολιτισμική υπανάπτυξη της χώρας του, θα επικαλεστεί τους τέσσερεις αιώνες της Τουρκοκρατίας («ξεχνώντας» τους τελευταίους δύο αιώνες ελευθερίας), τους Εβραίους, τον αμερικανικό «δάκτυλο», κι αν στριμωχτεί λίγο ακόμα, μπορεί να ξεσπάσει λάβρος επάνω σε όλους τους «καταραμένους δυτικούς», που «πάντα ήθελαν το κακό της Ελλάδας» και πάντα τής έστηναν δήθεν παγίδες (κλασσικό δυτικόφοβο βυζαντινορθόδοξο επιχείρημα και σύμπτωμα της πάθησης που ονομάζεται «μανία καταδίωξης»). Οι ίδιοι οι Έλληνες δεν φταίνε ποτέ σε τίποτα για την κατάστασή τους. Πάντα φταίνε οι άλλοι. Την ανευθυνότητα αυτή την έχει αναγάγει όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε ατομικό άλλοθι. Γι' αυτό, «έτσι που μάς καταντήσανε» και αφού π.χ. «όλοι γλείφουν», «κορόϊδο είναι αυτός;» για να μήν κάνει το ίδιο; Στο κάτω-κάτω, «ωχ, αδερφέ!» και «δεν βαριέσαι καημένε ...;», «εμείς θα σώσουμε τον κόσμο;».
Σε κάποιον, που θαύμαζε τα αναθήματα στη Σαμοθράκη, είπε ο Διογένης: «Πολλώ αν είη πλείω ει και οι μη σωθέντες ανετίθεσαν», δηλαδή θα ήταν πολύ περισσότερα, αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί είχαν κάνει αφιερώσεις. (Διογένης Λαέρτιος, «Βίοι Φιλοσόφων», VI 59.) Στην φωτογραφία εικονίζονται αναθήματα σε εικόνισμα χριστιανικού ναού. Η νοοτροπία και η συμπεριφορά της άβουλης και απρόσωπης μάζας παραμένουν διαχρονικά ίδιες κι απαράλλακτες.
Οι παραπάνω ιδιότητες δεν είναι απαραίτητο να συγκεντρώνονται όλες ταυτόχρονα σε κάθε μεμονωμένο κάτοικο αυτής της χώρας. Καθένας μπορεί να συγκεντρώνει μόνο κάποιες εξ αυτών. Αλλά ακόμα κι έτσι, το κοινωνικό σύνολο παρουσιάζει μια αρκετά σαφή βυζαντινότροπη εικόνα και, φυσικά, αναπαράγει δια της «αλληλοσυμπλήρωσης» των μελών του την ανάλογη κουλτούρα και τα ανάλογα ήθη.
Υπάρχει ωστόσο μία, τουλάχιστον, κατηγορία του Ελληνικού πληθυσμού, που έχει κατορθώσει να συγκεντρώνει και να συνδυάζει επωφελώς σχεδόν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά: πρόκειται για τους αποκαλούμενους «δημόσιους» άνδρες και γυναίκες. Αλλά, βέβαια, εδώ έχουμε μια επιβεβαίωση της ρήσης «οι λαοί έχουν τους ηγέτες, που τους ταιριάζουν». Η εις βάρος της κοινωνίας παρασιτική σταδιοδρόμηση των νεοελλήνων πολιτικάντηδων έχει σκιαγραφηθεί αριστοτεχνικά από ανθρώπους κατά πολύ ευφραδέστερους τού γράφοντος: «Αι θέσεις τας οποίας λαμβάνουν [σ.σ. οι βλάκες] είναι τοιαύται, ώστε η ανεπάρκειά των ή να είναι πλεονεκτική ή να είναι ανεκτή, ουδέποτε όμως θέσεις απαιτούσαι πραγματικά προσόντα [ ...;] Ούτω λ.χ. πολλοί εξ αυτών κατέλαβον διαδοχικώς πλείστα αξιώματα της κοινωνίας και της πολιτείας, από του Προέδρου της Δημοκρατίας, μέχρι του «Προέδρου του Συλλόγου Προστασίας Εγγύων Μυών», του «Γενικού Γραμματέως της Γενικής Συνομοσπονδίας Πωλητών Ποντικοπαγίδων» κ.ο.κ. αξιώματα βεβαίως τα οποία ουδέποτε θα επιδιώξει σοβαρώς απασχολούμενος άνθρωπος» (Ευάγγελος Λεμπέσης, «Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω»).
Η σημερινή Ελλάδα διοικείται από άτομα του κοινωνικού περιθωρίου, αφού στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν έχουν εργαστεί ποτέ. Οι άχρηστοι και οι τεμπέληδες έχουν άποψη και αποφασίζουν για την τύχη, όχι μόνο των ομοίων τους, αλλά και των ικανών και δημιουργικών. Η βλακοκρατία όχι μόνο ζει, αλλά και βασιλεύει.
Ένα ηθικό δίδαγμα
«Η ηθική τέλος σχέσις μεταξύ βλακός και επιτηδείου ή απατεώνος είναι απροσδοκήτως διάφορος της ήν εκλαμβάνει συνήθως η «κοινή γνώμη». Ο συνήθης κοινωνικός άνθρωπος θεωρεί τον επιτήδειον και τον απατεώνα ως ανηθίκους μεν, αλλ' ως υποδιαιρέσεις του ευφυούς. Όλως το αντίθετον όμως συμβαίνει: ο επιτήδειος και ο απατεών είναι ακριβώς υποδιαιρέσεις του βλακός [ ...;]. Από της διαπιστώσεως της αληθείας ταύτης μέχρι της ακολούθου αληθείας υπάρχει εν και μόνον βήμα: ότι μόνο ο πνευματικός ανάπηρος έχει ανάγκην της επιτηδειότητος και της απάτης δια να προωθηθεί ή να επικρατήσει. Ουδείς άνθρωπος αξίας έχει ανάγκην να γίνει επιτήδειος ή απατεών.[ ...;] Απόλυτος εσωτερική συνέπεια της πνευματικής αναπηρίας του βλακός είναι άλλως τε όχι μόνον η αγελαία του τάσις, όχι μόνον η προώθησίς του «πλάτην με πλάτην» με την λεγεώνα των ομοίων του, όχι μόνον η προσφυγή εις τα ευτελέστερα μέσα της επιτηδειότητος, την έλλειψιν [έκφρασης] αντιθέτου γνώμης, την προσφοράν ευκόλων και ανηθίκων εκδουλεύσεων και την κολακείαν, αλλά και η συστηματική αποφυγή πάσης συγκρούσεως και πάσης μάχης. Και όταν ακόμη ο βλαξ , υπό την μορφήν του επιτηδείου ή του απατεώνος, εξαναγκαστεί να δώσει μάχην, θα δώση αυτήν δια των πνευματικώς ευκολοτέρων και συνεπώς ανηθικοτέρων «όπλων»: του ψεύδους , της διαστροφής, της ραδιουργίας και της συκοφαντίας. Εξ' ού έπεται το ακλόνητον δόγμα: και η ανηθικότης είναι αποκλειστικό προϊόν των βλακών.» («Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω»).
Ο βυζαντινισμός βολεύεται με τον Ρωμηοέλληνα, ή το αντίστροφο;
Υπάρχει άραγε θεραπεία, ώστε αυτός ο ρωμηολαός να κατανοήσει, ότι είναι προς το συμφέρον του να απεκδυθεί τα ράκη του βυζαντινού ανθρωπότυπου και να αναλάβει τις ευθύνες του; Ή μήπως δεν πρόκειται για απλά βυζαντινά ράκη με τα οποία έχει ενδυθεί αλλά, για κάτι πιο πολύπλοκο και βαθύτερο;
Οι νεοέλληνες Διαφωτιστές επηρεασμένοι από το Δυτικοευρωπαϊκό παράδειγμα αισιοδοξούσαν, ότι ο μεσαιωνισμός / βυζαντινισμός και η νοοτροπία του θα καταρρεύσουν σχεδόν νομοτελειακά λόγω της διάδοσης της παιδείας. Θεωρούσαν, ότι ο νεοέλληνας θα μεταμορφωθεί ως δια μαγείας από βυζαντινό υπάνθρωπο σε σύγχρονο πολιτισμένο άνθρωπο, μόνο και μόνο εάν, μέσω της παιδείας, τού καταδεικνύονταν οι ιστορικές αιτίες της κακοδαιμονίας του. Όπως, όμως ελπίζουμε ότι δείξαμε πιο πριν, ο νεοέλληνας ξέρει πολύ καλά να κρύβεται πίσω από το δαχτυλάκι του. Ακόμα κι αν «στριμώξει» κάποιος έναν νεοέλληνα αποδεικνύοντάς του τις αιτίες της σύγχρονης νεοελληνικής κακομοιριάς, ο τελευταίος θα αντιδράσει περίπου ως εξής: θα παραδεχτεί ότι, οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μεγαλύτερη «μαύρη» Α.Ε. της χώρας (όπως και στο Βυζάντιο και επί Τουρκοκρατίας ήταν ο μεγαλύτερος φεουδάρχης), οι οικονομικά ισχυροί της χώρας είναι μερικές οικογένειες νεοφεουδαρχών μαφιόζων, αλλά θα προτάξει ωμά και απροκάλυπτα, ότι ο ίδιος έχει βολευτεί με αυτή την κατάσταση. Μάλιστα, βυζαντινότροπα συνηθισμένος στις προσβολές και στην ψυχοδιανοητική του υποβάθμιση, πιθανότατα θα καμαρώσει αν τον αποκαλέσουν χαμερπή, γλύφτη και τιποτένιο, αφού θεωρεί «μαγκιά» την ανυπαρξία αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού (μάλιστα μια από τις πιο θρασείς εκφράσεις του είναι αυτή που απευθύνει συχνότατα στους ανθρώπους με αυτοεκτίμηση: «μείνετε να φάτε την αξιοπρέπειά σας»).
Για τους Δυτικοευρωπαίους ήρκεσε η παιδεία και η γνώση της επιστημονικής, ιστορικής κλπ. αλήθειας για να βγούν από τον μεσαίωνα. Για τον ρωμηό όμως, φαίνεται, ότι παιδεία από μόνη της δεν αρκεί: πρόκειται απλώς για αφέλεια να νομίζουμε, ότι με την παιδεία και τις αλήθειες της θα νικηθεί ως δια μαγείας η ρωμηοβυζαντινή χαμέρπεια, όπως νικήθηκε αλλού ο Μεσαίωνας.
* * *
Αυτό που χρειάζεται στον Ρωμηό είναι πιθανότατα κάποιου είδους (οδυνηρή; ) ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση: ένα αμείλικτο ξεσκέπασμα της υποκρισίας του, σε σημείο, ώστε να μην έχει πια πού να κρυφτεί. Μία διαρκής και ανυποχώρητη υπενθύμιση (κάθε φορά που καταριέται την «τύχη» του), ότι έχει αυτό που τού αξίζει -υπενθύμιση, η οποία να τον φέρνει διαρκώς αντιμέτωπο με την νοοτροπία του, τις συνέπειες των πράξεών του και με τις ευθύνες του. ΄Ενα ψυχολογικά ασφυκτικό καθρέφτισμα του εαυτού του, έτσι ώστε να τρέξει να απαλλαγεί απεγνωσμένα από αυτόν. Και να αναζητήσει ίσως έναν άλλον, λιγότερο υποκριτή και περισσότερο υπεύθυνο και ελεύθερο. Αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που ξεφεύγει από το θέμα του παρόντος.
Θεόδωρος Α. Λαμπρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου