Στην κλασική Ελλάδα τις γυναίκες τις απασχολούσε ιδιαίτερα ο καλλωπισμός. Τη γυναικεία φιλαρέσκεια διακωμώδησαν άλλωστε, και οι κωμωδιογράφοι της εποχής, όπως ο Αντιφάνης:
Έτσι περιγράφει με ακρίβεια τα στάδια της καλλωπιστικής προετοιμασίας μιας κομψής γυναίκας
«καθαρίζεται πρώτα… τρίβει το δέρμα της, χτενίζεται, σπογγίζει το σώμα της, πλένεται, καθρεφτίζεται, ντύνεται, αρωματίζεται, στολίζεται, αλείφεται με πομάδες» .
Πολλά αντικείμενα καλλωπισμού βρέθηκαν στο Δίον, στα μινωικά και μυκηναϊκά ανάκτορα, σε ανδρικούς και γυναικείους τάφους. Τα κτερίσματα αυτά τους ακολουθούσαν και στην τελευταία τους κατοικία. Είναι περίτεχνα ευρήματα, εξαιρετικής ποιότητας και αισθητικής, αριστουργήματα μικρογλυπτικής, που φανερώνουν την αξία του περιεχομένου τους. Βρέθηκαν γυάλινα μπουκαλάκια, βάζα για μυραλοιφές, γυάλινοι καθρέπτες με χρυσές, ασημένιες ή ελεφάντινες λαβές, χτένια, χρώματα για βάψιμο μέσα σε παλέτες, χρυσές περόνες για τη μίξη αρωμάτων.
Οι αρχαίες Ελληνίδες χρησιμοποιούσαν κρέμες για ν’ ασπρίσουν τα μάγουλα, ψιμύθια, βαφές, για τα φρύδια και τις βλεφαρίδες. Γνωρίζουμε ακόμη πως στο εργαστήριο του Πύρωνα έφτιαχναν μία σπάνια αλοιφή πανάκριβη, από κιννάβαρι. Πολλές γυναίκες διέθεταν ολόκληρο εργαστήριο καλλωπισμού, με τριχολαβίδες, καρφίτσες, μπουκαλάκια αρωμάτων και ουσιών, δοχεία με κρέμες, τις «πυξίδες», ξύλινα συνήθως ή πήλινα, που περιέχουν φυσικές κρέμες και αλοιφές. Στα αρχαία κείμενα η χρήση τους θεωρείται σαν τέχνασμα των γυναικών ελευθερίων ηθών.
Όσες γυναίκες επιθυμούσαν να μακιγιαριστούν, είχαν στην διάθεση τους μεγάλη ποικιλία από παρασκευάσματα για τα μάτια, τα χείλη, τα μάγουλα. Πούδρες, και διάφορα έλαια ανακατεμένα με χρωστικές ουσίες ορυκτής ή φυτικής προέλευσης προσέφεραν τη δυνατότητα ποικιλίας χρωμάτων: άσπρο, κόκκινο, μαύρο, ανάλογα με την ικανότητα του παρασκευαστή. Ψιμύθιο (ανθρακικός μόλυβδος, λευκού χρώματος), κόκκινο από φύκια, ή αλλιώς μίλτος (κόκκινο ορυκτό χώμα) για τα μάγουλα, κόκκινος μίλτος για τα χείλη.
Για το βάψιμο του προσώπου και των χειλιών χρησιμοποιούσαν επίσης σκόνη χένας, χυμό από μούρο, μολύβια ή τη ρίζα του φυτού αλκέα (μολόχα). Μαύριζαν τα φρύδια με καπνά ή τριμμένο αντιμόνιο. Τα βλέφαρα τα σκίαζαν ελαφρά με κάρβουνο. Τις βλεφαρίδες τις έβαφαν πρώτα μαύρες, έπειτα με μείγμα από ασπράδι αυγού, αμμωνία και ρετσίνι. Μερικές γυναίκες πρέπει να παρασκεύαζαν τα διάφορα καλλυντικά μόνες τους ή με την βοήθεια των φιλενάδων τους ή ορισμένων ειδικών που έρχονταν στα σπίτια. Άλλες τα αγόραζαν από φαρμακέμπορους.Τα μάλασσαν και τα άπλωναν με σπάτουλες, κουτάλια και διάφορα ραβδάκια από ξύλο, κόκκαλο και ελεφαντόδοντο.
Στα χείλη και στα μάγουλα έβαζαν ώχρα, ρεαλγάριο, σκόνη χένας, χυμούς από μούρο και άκανθα. Ορισμένα από αυτά ήταν αναμεμιγμένα με έλαια και κρέμες. Στα μαλλιά έβαζαν λάδι από μπουμπούκια δάφνης και κέδρου, για να είναι εύκαμπτα και σκουρόχρωμα. Οι γυναίκες φρόντιζαν μόνες τους για το πλύσιμο, το λάδωμα και το χτένισμα των μαλλιών τους, με την βοήθεια των δούλων και των φιλενάδων τους. Το βάψιμο των μαλλιών θεωρείται χαρακτηριστικό των εταίρων.
Οι Ελληνίδες της κλασικής εποχής συνηθίζουν να κάνουν μια προσεκτική αποτρίχωση, χρησιμοποιώντας τα λυχνάρια τους για να καίνε τις μακρύτερες τρίχες, όπως το αναφέρει ωμά η Πραξαγόρα στις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη προσφωνώντας το λυχνάρι της:
«Μόνο εσύ φωτίζεις τα απόκρυφα σημεία των μηρών μας, καίγοντας το τρίχωμα που ανθίζει εκεί».
Το πιο ελαφρύ χνούδι το απομάκρυναν τις περισσότερες φορές με ξυράφι φτιαγμένο από έλασμα χαλκού ή οψιδιανού, και λιγότερο με τσιμπιδάκι ή κρέμα. Διάφορες αγγειογραφίες επιβεβαιώνουν, πως η αποτρίχωση σε μερικές γυναίκες, ήταν πλήρης.
Μερικές από τις δούλες βαρβαρικής προέλευσης, ιδιαίτερα οι τροφοί από την Θράκη, είχαν δερματοστιξίες, (τατουάζ), όπως μαρτυρούν κάποιες αγγειογραφίες.
Ο καθρέπτης
Οι Έλληνες αγαπούσαν να φιλοσοφούν για οτιδήποτε. Ήταν εξαιρετικά κοινωνικοί. (Ο Δημοσθένης σ’ έναν λόγο του κατηγόρησε έναν Αθηναίο ότι είναι ακοινώνητος γιατί δεν έμπαινε ποτέ σε κουρείο, αρωματοπωλείο και άλλα καταστήματα.) Χώροι τέτοιων συζητήσεων ήταν τα αρωματοπωλεία και τα κουρεία. Οι κουρείς περιποιόντουσαν με επιμέλεια τα μαλλιά των Αθηναίων, που ήταν μακριά ή πιο κοντά ανάλογα με τη μόδα,τα γένια και το μουστάκι, αλλά και τα νύχια στα πόδια και στα χέρια.
Άντρες και γυναίκες έβαφαν τα μαλλιά τους ή για να τα κάνουν πιο ανοιχτά ή για να κρύψουν την λευκότητα τους. Το χρώμα, που συνήθιζαν να τα βάφουν είναι το ξανθό. Δεν είναι παράξενο που ο Αριστοφάνης κατακρίνει μια γυναίκα λέγοντας:
«Έγινες μαύρη σαν το ελιξίριο που μ΄ αυτό ο Λυσικράτης συνηθίζει να βάφει τα μαλλιά του».
Φορούσαν επίσης περούκες ή πρόσθεταν μαλλιά. Ο καθρέφτης από γυαλισμένο μέταλλο είναι ένα σημαντικό εξάρτημα, όπως και τα κουτιά των καλλυντικών. Είναι ένα κομψοτέχνημα με σκαλιστή λαβή από ελεφαντόδοντο, ή ξύλο, που η πολυτέλεια του δήλωνε και την κοινωνική τάξη του κτήτορα. Ο αρχαίος Έλληνας φρόντιζε το σώμα του, δεν χρησιμοποιούσε όμως τον καθρέπτη, παρά μόνο στο κουρείο, που όπως και σήμερα, ο κουρέας του τον πρότεινε, για να θαυμάσει τον εαυτό του.
Ο φιλέλληνας πανεπιστημιακός Ζαν Πιέρ Βερνάν, εξηγεί τους λόγους. Πρώτον για να μην αλλοτριωθεί από την αντανάκλαση της εικόνας του μέσα στον καθρέφτη, όπως πιστευόταν για τον Νάρκισσο, στο γνωστό μύθο. Έπειτα, ο αρχαίος άντρας έπρεπε ν’ ανοίγεται στον όμοιο του, να μην κλείνεται στον εαυτό του, να γίνεται κοινωνικός. Η εικόνα του διαμορφωνόταν μέσα από το βλέμμα των ομοίων του και της γυναίκας προς τον ίδιο.
Έφη Μικελάτου M.Sc.
πηγη: αρχαίων τόπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου