-)(- Τέσσερα χρόνια υφαίναμε – κόρες στον αργαλειό μας
τους στήμονες που απ’ τα αντιά – τεντώνουν οι αγνύθες
μία τραβώντας πίσω μπρος – με τέχνη τον κανόνα
και μια περνώντας σταυρωτά – την κρόκη απ τους μίτους
για της ολύμπιας θεάς – να πλέξουμε το πέπλο…
Και να που τώρα έφθασε – πάλι η γιορτή της Ήρας
κι όλες πομπή ας κάνουμε – κι όλες μαζί ας πάμε
μα πρώτα ας ξεχωρίσουμε – από τις νιες δεκάξι
οι οχτώ να ναι της Ήλιδας – κι οι άλλες οχτώ της Πίσσας
με μουσική της φόρμιγας – της άρπας και της λύρας
το πέπλο αυτό το διάφανο – να πάμε στη θεά μας
και δυο χορούς να στήσουμε – δεξιά κι αριστερά μας
της Ιπποδάμειας το χορό – μαζί και της Φυσκόας…
Ω Ιπποδάμεια αγνή – του Οινομάου κόρη
πού ’ταν του Άρη πρωτογιός – και εγγονός της Ήρας
και χρόνια εβασίλευε – στην Ήλιδα, στην Πίσσα
μα όταν έφθασε χρησμός – πως ο δικός σου γάμος
θα ’ταν αιτία κι αφορμή – φριχτή στο θάνατό του
αγώνες διοργάνωσε – τις αρματοδρομίες
κι όποιον μνηστήρα ‘χε φανεί – για τα γλυκά σου κάλλη
τον προσκαλούσε με χαρά – σ’ αγώνα του θανάτου
κι είχε νικήσει δεκατρείς – και δεκατρείς ξεκάνει.
Σαν ήρθε όμως ο Πέλοπας – ο νιός απ’ τη Φρυγία
του μισητού του Τάνταλου – ο γιος που αναστήθη
με τη δική σου συμβουλή – και του Μυρτίλου δόλο
που ΄βαλε πείρους κέρινους- στου βασιλιά το άρμα
κατόρθωσε από νωρίς – του Οινομάου φόνο
και σ’ έκανε γυναίκα του – και συ για να τιμήσεις
στην Ήρα έκανες γιορτές – που είπανε Ηραία
κι αγώνες δρόμου κοριτσιών – πιο πριν και απ’ τους πρώτους…
Φυσκόα απ την Ήλιδα – τον δήμο της Ορθίας
που κανες γιο του Διόνυσου – κι ονόμασες Ναρκαίο
που πρώτος έστησε βωμούς – για το θεό του πάθους
της μέθης και της έκστασης – του θύρσου, της μανίας
τον κισσοφόρο σάτυρο – με κάνθαρο στο χέρι
που χε τον τράγο σύμβολο – και τ αμπελιού το κλήμα
το Βάκχο του Διθύραμβου – που δυο φορές γεννήθη…
Με κρέας χοίρου και νερό – απ’ την πηγή της Πιέρας
ελάτε κάντε καθαρμό – ραντίστε και ξορκίστε
να διώξτε πέρα το κακό – και να εξαγνιστείτε….
Γυναίκες κάντε κύκλο δω – οχτώ κι οχτώ διαλέξτε
από τις γεροντότερες – με περισσή σοφία,
με κύρος και υπόληψη – ανάμεσα στις άλλες,
της Πίσσας και της Ήλιδας – τις διαφορές να λύστε.
Να δώσετε τα χέρια σας – εκεχειρία ας γίνει
όχι για μήνες πια, αλλά – για χρόνια για αιώνες
κι ας είν η πρώτη ειρήνη αυτή – που από γυναίκες κλείσθη…
Μα να που φθάσαμε λοιπόν – μπρος στο ναό της Ήρας
το χτίσμα το πανάρχαιο – το πιο παλιό στην Άλτη
που έχει ξύλινο θριγγό – και δωρικές κολόνες
και χτίσαν οι Σκιλλούντιοι – για δώρο στη θεά τους …
Ελάτε γύρω απ’ το βωμό – βάλτε σε κύκλο ξύλα
τελετουργίες της πυράς – κάψτε λιβάνι, μύρο
και φέρτε τη γελάδα μας – να κάνουμε θυσία…
Τώρα σπονδή ας κάνουμε – κρασί να ρίξτε κάτω
αλεύρι, άνθη και νερό – λαδόγαλα και μέλι
και φέρετε τα τάματα – μια τούφα απ’τα μαλλιά σας,
φέρτε κλαδιά της λυγαριάς – στεφάνια από δάφνη
να κάνουμε τον όρκο μας – να φθάσει στα ουράνια…
Ω τρισυπόστατη θεά – χήρα, τελεία και παρθένε
βοώπι, πότνια Ήρα μας – κόρη του Κρόνου και της Ρέας
πανέμορφη αρχόντισσα – μητέρα του Ολύμπου
με διάδημα βασιλικό – και σκαλισμένο σκήπτρο,
με τον κεστό ιμάντα σου – θεά πριν κι απ’ το Δία
σε σένα ορκιζόμαστε – μ’ έναν αγώνα δρόμου
πιστά τις παραδόσεις μας – πως θα τηρούμε πάντα…
Ελάτε τώρα τρέξετε – στου δρόμου τον αγώνα
που πρώτη η Χλώρις νίκησε – η κόρη της Νιόβης
η μόνη που δεν χάθηκε – στης Άρτεμης το μένος.
Ας τρέξουν πρώτα οι πιο μικρές – οι έφηβες κατόπιν
και τέλος οι νεάνιδες – εδώ τις θέσεις πάρτε
κι αυτές που πρώτες θάρθουνε – σαν έπαθλο θα πάρουν
της αγριελιάς τον κότινο – τιμητικό στεφάνι
κι απ’ του βωμού τα σφάγια – ξεχωριστή μερίδα
κι αν θέλουν ας χαράξουνε – όνομα και μορφή τους
σε μάρμαρο αστραφτερό – ανάθημα να μείνει
μες των αιώνων το κρυφτό – όλοι να τις θυμούνται…
τους στήμονες που απ’ τα αντιά – τεντώνουν οι αγνύθες
μία τραβώντας πίσω μπρος – με τέχνη τον κανόνα
και μια περνώντας σταυρωτά – την κρόκη απ τους μίτους
για της ολύμπιας θεάς – να πλέξουμε το πέπλο…
Και να που τώρα έφθασε – πάλι η γιορτή της Ήρας
κι όλες πομπή ας κάνουμε – κι όλες μαζί ας πάμε
μα πρώτα ας ξεχωρίσουμε – από τις νιες δεκάξι
οι οχτώ να ναι της Ήλιδας – κι οι άλλες οχτώ της Πίσσας
με μουσική της φόρμιγας – της άρπας και της λύρας
το πέπλο αυτό το διάφανο – να πάμε στη θεά μας
και δυο χορούς να στήσουμε – δεξιά κι αριστερά μας
της Ιπποδάμειας το χορό – μαζί και της Φυσκόας…
Ω Ιπποδάμεια αγνή – του Οινομάου κόρη
πού ’ταν του Άρη πρωτογιός – και εγγονός της Ήρας
και χρόνια εβασίλευε – στην Ήλιδα, στην Πίσσα
μα όταν έφθασε χρησμός – πως ο δικός σου γάμος
θα ’ταν αιτία κι αφορμή – φριχτή στο θάνατό του
αγώνες διοργάνωσε – τις αρματοδρομίες
κι όποιον μνηστήρα ‘χε φανεί – για τα γλυκά σου κάλλη
τον προσκαλούσε με χαρά – σ’ αγώνα του θανάτου
κι είχε νικήσει δεκατρείς – και δεκατρείς ξεκάνει.
Σαν ήρθε όμως ο Πέλοπας – ο νιός απ’ τη Φρυγία
του μισητού του Τάνταλου – ο γιος που αναστήθη
με τη δική σου συμβουλή – και του Μυρτίλου δόλο
που ΄βαλε πείρους κέρινους- στου βασιλιά το άρμα
κατόρθωσε από νωρίς – του Οινομάου φόνο
και σ’ έκανε γυναίκα του – και συ για να τιμήσεις
στην Ήρα έκανες γιορτές – που είπανε Ηραία
κι αγώνες δρόμου κοριτσιών – πιο πριν και απ’ τους πρώτους…
Φυσκόα απ την Ήλιδα – τον δήμο της Ορθίας
που κανες γιο του Διόνυσου – κι ονόμασες Ναρκαίο
που πρώτος έστησε βωμούς – για το θεό του πάθους
της μέθης και της έκστασης – του θύρσου, της μανίας
τον κισσοφόρο σάτυρο – με κάνθαρο στο χέρι
που χε τον τράγο σύμβολο – και τ αμπελιού το κλήμα
το Βάκχο του Διθύραμβου – που δυο φορές γεννήθη…
Με κρέας χοίρου και νερό – απ’ την πηγή της Πιέρας
ελάτε κάντε καθαρμό – ραντίστε και ξορκίστε
να διώξτε πέρα το κακό – και να εξαγνιστείτε….
Γυναίκες κάντε κύκλο δω – οχτώ κι οχτώ διαλέξτε
από τις γεροντότερες – με περισσή σοφία,
με κύρος και υπόληψη – ανάμεσα στις άλλες,
της Πίσσας και της Ήλιδας – τις διαφορές να λύστε.
Να δώσετε τα χέρια σας – εκεχειρία ας γίνει
όχι για μήνες πια, αλλά – για χρόνια για αιώνες
κι ας είν η πρώτη ειρήνη αυτή – που από γυναίκες κλείσθη…
Μα να που φθάσαμε λοιπόν – μπρος στο ναό της Ήρας
το χτίσμα το πανάρχαιο – το πιο παλιό στην Άλτη
που έχει ξύλινο θριγγό – και δωρικές κολόνες
και χτίσαν οι Σκιλλούντιοι – για δώρο στη θεά τους …
Ελάτε γύρω απ’ το βωμό – βάλτε σε κύκλο ξύλα
τελετουργίες της πυράς – κάψτε λιβάνι, μύρο
και φέρτε τη γελάδα μας – να κάνουμε θυσία…
Τώρα σπονδή ας κάνουμε – κρασί να ρίξτε κάτω
αλεύρι, άνθη και νερό – λαδόγαλα και μέλι
και φέρετε τα τάματα – μια τούφα απ’τα μαλλιά σας,
φέρτε κλαδιά της λυγαριάς – στεφάνια από δάφνη
να κάνουμε τον όρκο μας – να φθάσει στα ουράνια…
Ω τρισυπόστατη θεά – χήρα, τελεία και παρθένε
βοώπι, πότνια Ήρα μας – κόρη του Κρόνου και της Ρέας
πανέμορφη αρχόντισσα – μητέρα του Ολύμπου
με διάδημα βασιλικό – και σκαλισμένο σκήπτρο,
με τον κεστό ιμάντα σου – θεά πριν κι απ’ το Δία
σε σένα ορκιζόμαστε – μ’ έναν αγώνα δρόμου
πιστά τις παραδόσεις μας – πως θα τηρούμε πάντα…
Ελάτε τώρα τρέξετε – στου δρόμου τον αγώνα
που πρώτη η Χλώρις νίκησε – η κόρη της Νιόβης
η μόνη που δεν χάθηκε – στης Άρτεμης το μένος.
Ας τρέξουν πρώτα οι πιο μικρές – οι έφηβες κατόπιν
και τέλος οι νεάνιδες – εδώ τις θέσεις πάρτε
κι αυτές που πρώτες θάρθουνε – σαν έπαθλο θα πάρουν
της αγριελιάς τον κότινο – τιμητικό στεφάνι
κι απ’ του βωμού τα σφάγια – ξεχωριστή μερίδα
κι αν θέλουν ας χαράξουνε – όνομα και μορφή τους
σε μάρμαρο αστραφτερό – ανάθημα να μείνει
μες των αιώνων το κρυφτό – όλοι να τις θυμούνται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου